Night of acid

Media_httpimagesinsta_oknbh

Taken at Floral Cafe

«Ο γύρος του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη

Φτώχεια καταραμένη, μανάδες που σφουγγαρίζουν τα ξένα σπίτια μέχρι να λιώσουν τα χέρια τους, πατεράδες απόντες – στην ξενιτιά, στη φυλακή, στο καπηλειό, στο χώμα. Παιδιά πεταμένα σε ορφανοτροφεία, αναμορφωτήρια, ή απλά στο δρόμο, να μαθαίνουν τα κόλπα από νωρίς. Παιδεραστές να χαρτζηλικώνουν αγοράκια για να τους κάτσουν, κοριτσάκια να διαλέγουν από νωρίς αν θα πάνε σε κανένα σπίτι για να γίνουν «δουλικά» ή σε κανένα «σπίτι» για να πουλάνε τη νιότη τους στους φραγκάτους. Σεξουαλική καταπίεση, αδερφές να προσπαθούν να ανασάνουν στο περιθώριο, νταβατζήδες, υπόκοσμος χωρίς φτιασίδια, άγρια εκμετάλλευση των πιο αδύναμων, χαφιέδες παντού, κράτος της πλάκας με μόνο μέλημα την καταστολή, παρακράτος ανεξέλεγκτο. Σκόνη, κρύο, λάσπη, παραπήγματα, ρούχα μπαλωμένα. Και πείνα, πολύ πείνα. «Αχ οι παλιές καλές εποχές» – πολύ καλές αλλά μόνο αν ήσουν από πάνω.

Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1950 και του 1960, με τις δεκάδες γλώσσες, ζωντανές όπως τα μάγκικα, τα τούρκικα και τα καλλιαρντά αλλά και απόηχους άλλων εποχών σαν τα λαντίνο και τα γαλλικά, με τον εμφύλιο να σημαδεύει ακόμα τις ζωές των ανθρώπων, είναι μια πόλη που σφύζει από ζωή και χωνεύει ή τσακίζει τον κόσμο που αφήνει τα καταπιεστικά χωριά για να χαθεί στην ανωνυμία και να ζήσει. Αυτή η δύσκολη πόλη πρωταγωνιστεί στο εξαιρετικό βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου». Η πόλη και ο φερόμενος ως «δράκος» της, ο Αριστείδης Παγκρατίδης.

Δέκα αφηγήσεις είναι το βιβλίο. Ο Κοροβίνης, μάστορας της γλώσσας και του ύφους, ξέρει καλά να αποτυπώνει τη λαλιά των χαρακτήρων του – οι περισσότεροι πρόσωπα πραγματικά που συνδέθηκαν σε κάποια φάση με τον εύθραυστο, ταλαιπωρημένο, πάμφτωχο νεαρό Παγκρατίδη. Τα πρόσωπα ζωντανεύουν καθώς τα κομματάκια της ιστορίας μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους, αλλά κυρίως ζωντανεύει το τραγικό πρόσωπο του «δράκου» που στο τέλος μοιάζει να σε στοιχειώνει κι εσένα, όπως στοίχειωσε και τότε τη Σαλονίκη – μ´ εκείνη την τελευταία φωνή του πριν τον τελείωσουν οι σφαίρες απ´ το εκτελεστικό απόσπασμα: «Μανούλα μου είμαι αθώος».

Το βιβλίο είναι ολοζώντανο, απολαυστικό, καλογραμμένο, σφιχτό, χωρίς τίποτα περιττό. Κανονικό αριστούργημα. Διαβάζεται με τη μία. Αν το τελειώσετε σε μια μέρα, διαβάστε το και την επόμενη ακόμα κι αν είναι για να μάθετε ή να ξαναθυμηθείτε όλες εκείνες τις σαλονικιώτικες λέξεις που απλόχερα παραθέτει ο συγγραφέας.

Διάβασα το βιβλίο του Κοροβίνη λίγες ώρες μετά την εκτέλεση του Τρόι Ντέιβις στις ΗΠΑ. Και θυμήθηκα όταν μου έδειξαν για πρώτη φορά τι φοβερό έγκλημα είναι η θανατική ποινή. Ήταν στη Β Λυκείου, στη δεκαετία του 1980, όταν ένας συμπαθητικός και πολύ προοδευτικός φιλόλογος*, στη σύγχρονη πια Θεσσαλονίκη, μας διάβασε το απόσπασμα με θέμα την εκτέλεση από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι. Αν ήταν σήμερα είμαι σίγουρος ότι θα μας διάβαζε κάτι από τον «Γύρο του θανάτου».

* Ο ίδιος άνθρωπος αλλά με διαφορετική πλέον ιδιότητα, έκανε αρκετά χρόνια μετά μια βουτιά στο κενό μην αντέχοντας το σκάνδαλο στο οποίο είχε βρεθεί μπλεγμένος. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

«Paris blues»: το τέλος μιας τριλογίας

Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία, Μπλε Παρίσι. Η τριλογία του Μορίς Αττιά τέλειωσε αργά χτες το βράδυ. Τρία βιβλία, το ένα καλύτερο -και πιο μαύρο- απ’ το άλλο. Μ’ αυτά βγήκαν αυτές οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Μ’ αυτά και με πολλά χιλιόμετρα. Ένα ταξίδι στο χαρτί και στην άσφαλτο, απ’ τα μέσα Αυγούστου μέχρι χθες το βράδυ. Και τώρα τι;

Ο Πάκο και η Ιρέν κόβουν ακόμα βόλτες πάνω στη Στουντμπέικερ και χάνονται για να ξαναβρεθούν – για να ξαναχαθούν. Ο Ατιά συνεχίζει να ντύνει τη γλυκιά μαυρίλα με θλιμμένα τραγούδια και ταινίες δίχως happy end. Οι σελίδες όμως τέλειωσαν. Και, μετά τον Μανσέτ και τον Ιζό, τέλειωσε και ο Ατιά. Μέχρι το επόμενο βιβλίο, μέχρι τα επόμενα χιλιόμετρα.

Στο βιντεάκι η θεά (Lykke Li) τραγουδά το Paris Blue.