Μουσική καλημέρα και μια πρόταση για την κρίση

Η πρόταση αυτής της σελίδας για την έξοδο απ την κρίση (με δυο λόγια): μονομερής διαγραφή χρέους, ριζική μείωση του κράτους, όλα τα μέσα παραγωγής στους εργαζόμενούς τους, δήμευση της περιουσίας της εκκλησίας, κατάργηση του στρατού

Δημοψήφισμα και το σύνδρομο του Σαμψών

Υπάρχει κρίση. Μεγάλη κρίση. Πολυεπίπεδη. Οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική, σε ένα βαθμό και πολιτική. Και η κυβέρνηση πιέζεται. Αρκετά από την οικονομική, λιγότερο από την κοινωνική, καθόλου από την ιδεολογική – δεν την αφορούν οι ιδέες, δεν την αφορούσαν ποτέ. Πιέζεται πολύ όμως από την επερχόμενη πολιτική κρίση την οποία η κυβέρνηση βλέπει να εκδηλώνεται σιγά σιγά μέσα στο -και έξω από το- κόμμα της.

Είπαμε η κυβέρνηση δεν έχει πάρε δώσε με ιδέες και άλλες «πολυτέλειες». Στις προηγούμενες εκλογές είπε ψέμματα για τσιμπήσει ψήφους. Την κοινωνία την αντιλαμβάνεται απλώς ως μια περιστασιακά χρήσιμη δεξαμενή ψήφων και πελατών. Για τα υπόλοιπα καθαρίζουν εργολαβικά τα μέσα ενημέρωσης. Αυτά κρατούν το ποίμνιο ενωμένο μπροστά στην οθόνη, αυτά δίνουν τη γραμμή. Έτσι ήταν έως πριν από λίγο καιρό. Όχι πια.

Η οικονομική κρίση έβαλε τη φωτιά στο προσάναμμα της ιδεολογικής κρίσης και η κοινωνία έχει ήδη αρπάξει. Τσαντίζεται εύκολα με την από τηλεοράσεως γραμμή και αρχίζει δειλά δειλά να σηκώνεται από τον καναπέ. Οι διαδηλώσεις στις 19 και 20 Οκτώβρη και οι ακυρώσεις των παρελάσεων στις 28 έδειξαν πως κάτι σοβαρό συμβαίνει. Τόσο σοβαρό που ακούστηκε και στους ηχομονωμένους διαδρόμους των κυβερνητικών γραφείων. Και η κυβέρνηση είδε ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Προτού η οξεία κοινωνική κρίση γίνει και έντονα πολιτική.

Μια κυβέρνηση που πιέζεται παραπάνω από όσο αντέχει αλλά δε θέλει να αλλάξει πολιτική, έχει τρεις επιλογές: να μην κάνει τίποτα, να κάνει ανασχηματισμό ή να κάνει εκλογές. Έχοντας δοκιμάσει τις δύο πρώτες επιλογές χωρίς επιτυχία και με τις πιέσεις  να εντείνονται η κυβέρνηση είχε τελικά μια πραγματική επιλογή για να βγει από το αδιέξοδο. Να πάει σε εκλογές.

Στη μεταπολίτευση, η συνήθης πρακτική ήταν η κυβέρνηση να κάνει πρόωρες εκλογές προφασιζόμενη κάποιο εθνικό θέμα όταν ήταν σίγουρη ότι θα τις κέρδιζε. Μόνη εξαίρεση ο μερακλής θαμώνας του Μπαϊρακτάρη που πήγε στις κάλπες, το 2009, επειδή ήθελε να χάσει – και να ησυχάσει. Οι εκλογές όμως  είναι άτιμο πράγμα. Καμμια φορά τις χάνεις κιόλας. Κι όταν η οργή έχει συσσωρευτεί και θέλει κάπου να ξεσπάσει τότε τις χάνεις σίγουρα και άσχημα. Απλώς, αν επιλέξεις την κατάλληλη χρονική στιγμή για να τις προκηρύξεις μπορείς να διασώσεις κάτι από τα συντρίμμια.

Στη μεταχουντική περίοδο, οι πρωθυπουργοί (πάντα δύο συγκεκριμένων κομμάτων) που πιέζονταν πολύ και κατάφερναν λίγα, δοκίμαζαν συνήθως να αντιδράσουν αλλά τελικά πήγαιναν σε πρόωρες εκλογές και παρέδιδαν ομαλά την εξουσία στο άλλο κόμμα γνωρίζοντας ότι θα γυρίσει ο τροχός και θα ξαναγυρίσουν στις καρεκλίτσες τους. Το δικομματικό παιχνίδι εξασφάλιζε οικονομικά τους πρωταγωνιστές του και τους πελάτες του, τους επιχειρηματίες, εργολάβους, συνδικαλιστές και πολίτες που το στήριζαν.

Το παιχνίδι προϋποθέτει παίκτες όχι ντε και καλά εξαιρετικούς ή ταλαντούχους αλλά αρκετά ικανούς να διακρίνουν και να εκτιμήσουν τη χρονική στιγμή. Όσοι, λίγοι, δεν τα πήγαν καλά με το λεγόμενο τάιμινγκ, ηττήθηκαν και αποσύρθηκαν. Αυτό το αρκετά αξιοπρεπές (για τις δικές τους αξίες) τέλος θα περίμενε και τον σημερινό πρωθυπουργό αν οι συνθήκες ήταν ομαλές. Δεν είναι, όμως.

Εδώ και καιρό είναι σαφές ότι στις αρετές του «Ομπάμα της Νότιας Δανίας» δεν έχει περιλαμβάνεται η εκτίμηση του πολιτικού χρόνου. Από την εσωκομματική κρίση με αντίπαλο την «Ντροπή της Θεσσαλονίκης» έως τις διαπραγματεύσεις ως πρωθυπουργός πλέον με τους δανειστές της χώρας, ο μουστακαλής «Ομπάμα» έδειξε να πορεύεται σε έναν εντελώς δικό του κόσμο. Μακριά από τις μικροσκοπιμότητες και τους τακτικισμούς αυτής της μικρής γωνιάς της Μεσογείου, πορεύτηκε με την λάμψη του φιλελεύθερου και την αυτοπεποίθηση του φαβορί από κούνια. Διέσχισε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ελλάδας κερδίζοντας τη μια προκριματική εκλογή μετά την άλλη μέχρι τον θρίαμβο στο συνέδριο των Δημοκρατικών και τελικά στις εκλογές.

Μετά ήρθαν τα δύσκολα. Στην άλλη πιο μεγάλη πατρίδα, οι επιχειρήσεις, οι εργολάβοι και οι πανεπιστημιακές ελίτ θα του έδιναν έναν αριθμό ικανών και αδίστακτων ανθρώπων για να κάνουν τη δουλειά. Και θα τα κουτσοέβγαζε πέρα όσο εξυπηρετούσε και δε ρωτούσε πολλά. Εδώ το σύστημα δε δουλεύει έτσι. Κυρίως επειδή οι ικανοί δεν είναι αδίστακτοι και οι αδίστακτοι δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθουν να γίνουν ικανοί. Σκληρή η μοίρα για αυτό το πεφωτισμένο τίποτα που ξαφνικά κλήθηκε να βγει από τη μακαριότητα της οραματικής του ενδοσκόπησης και να … κυβερνήσει!

Έχοντας ήδη σπαταλήσει δυο χρόνια, ο ευθυτενής μάστορας της παρλαπίπας βρέθηκε σήμερα να μην έχει άλλη λογική επιλογή από τις εκλογές. Λογική, για να βοηθήσει το κρατικοδίαιτο κόμμα του να κρατήσει έστω μικρό μέρος της δύναμής του και την ελπίδα να επιστρέψει στην γλυκειά εξουσία. Ο ίδιος ξέρει ότι είναι καμμένος έτσι κι αλλιώς.

Κι όμως. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Ο Ομπάμα του Καστελλόριζου μπορεί να μην έχει ιδεολογία, πείρα, γνώσεις ή σχέδιο, έχει όμως φιλοδοξίες και ελπίδες. Πολλές ελπίδες – για τον εαυτό του. Ξέροντας λοιπόν ότι είναι προσωπικά καμμένος, καταφεύγει σε ένα περιττά μπερδεμένο κόλπο, με πολλούς αποδέκτες, με αποκλειστικό σκοπό να παραμείνει στην εξουσία μέχρις ότου η μεγαλόχαρη κάνει το θαύμα της και τον σώσει.

Δημοψήφισμα, λοιπόν, με αποδέκτη το ευρύτερο ποίμνιο και ψήφο εμπιστοσύνης με αποδέκτη το μικρότερο και απαραίτητο για την παραμονή στην εξουσία ποίμνιο της κοινοβουλευτικής ομάδας. Το ευρύτερο ποίμνιο καλείται να ξεχάσει τις πολλές λεπτομέρειες και να τοποθετηθεί μπροστά σε ένα έτσι κι αλλιώς εκβιαστικό δίλημμα το οποίο θα διατυπωθεί με ακόμα πιο εκβιαστικό τρόπο. Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ καλούνται κι αυτοί να απαντήσουν σε ένα εξίσου εκβιαστικό ερώτημα. Θέλεις να ρίξεις την κυβέρνηση και να σε φάνε τα θηρία έρημο μόνο; Ή να πάμε όπου πάμε όλοι μαζί; Την ίδια ώρα, ο κόσμος γύρω του θα καίγεται, η οικονομία θα παραλύει, οι δομές (όσες απέμειναν τέλος πάντων) θα καταρρέουν.

Ίσως τελικά να μην είναι θέμα ελπίδας. Και ο τιτάνας του σοσιαλισμού να πάσχει απλά από αυτό που έγινε κάποτε γνωστό ως το σύνδρομο του Σαμψών. Σου λέει «θα χαθώ εγώ; θα χαθείτε και όλοι σας μαζί μου». Αν είναι έτσι θα δει πολύ σύντομα ότι δεν είναι πια μόνος. Μετά από τόσα χρόνια, το σύνδρομο είναι μεταδοτικό. Και το έχουν πια και οι βουλευτές του αλλά και οι πολίτες.

Οι περιπέτειες μιας μπουγάτσας ή «When surrealism meets escapism (a pie filled with cheese should be taxed more than one filled with cream, according to new law)»

Media_httpimagesinsta_gamxb

Κατ’ αρχάς μια εξήγηση: Ο τίτλος και η παρένθεση είναι στα αγγλικά καθώς η ανάρτηση έγινε πρώτα στο instagram μια πλατφόρμα γοα φωτογραφίες από iphone με πολλές χιλιάδες ξένους χρήστες και λίγους Έλληνες. Θα ήταν άδικο όσοι δεν ξέρουν ελληνικά να χάσουν μια τέτοια είδηση.

Στο θέμα μας τώρα. Η ρύθμιση του νόμου φυσικά ξεπερνά την λογική. Ακόμα και αν κάποιος καλοπροαίρετος (δεν είμαι) πιστεύει ότι η κρατική εξουσία και η γραφειοκρατία της έχει κάποια ελάχιστη σχέση με την κοινή λογική. Όταν η πραγματικότητα σαρώνεται από το παράλογο μένει ως καταφύγιο ο αναχωρητισμός – με τη μορφή της πλάκας. Όπως κάνουμε συνήθως σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου, στα μικρά και στα μεγάλα. Απομονώνουμε δηλαδή τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της γελοιότητας που μας πολιορκεί (ακόμα και αυτής της ίδιας της μιζέριας μας) και γελάμε μέχρι δακρύων. Στην περίπτωση της ευνοϊκής φορολόγησης της μουγάτσας με κρέμα και της επιβάρυνσης της μπουγάτσας με τυρί, μπορεί κανείς να πει πολλά, ιδίως αν προέρχεται από τον εξωτικό μακρινό βορρά.

Η καλύτερη και πιο αληθινή ερμηνεία είναι και η πιο εύκολη: η γραφειοκρατία που φτιάχνει τις ρυθμίσεις βρίσκεται στην Αθήνα. Η γευστική παλέττα του μέσου Αθηναίου φτάνει μέχρι τη διαφορά ανάμεσα στο κοντοσούβλι και το παϊδάκι. Γνωρίζει δε ως μπουγάτσα μόνο ένα άχαρο πιτοσκεύασμα με κρέμα το οποίο πνίγει στην άχνη και ονομάζει περιπαιχτικά «μπουγάτσα τύπου Θεσσαλονίκης». Θεωρεί λοιπόν σωστό να προωθήσει την κατανάλωση αυτού του πιτοειδούς εμπλάστρου το οποίο ο ίδιος φτιάχνει και καταναλώνει στη γειτονιά του. Ως εδώ καμμία έκπληξη.

Το εντυπωσιακό έρχεται με τη φορολογική επιβάρυνση της μπουγάτσας με τυρί. Όχι για αυτή καθεαυτή τη φορολόγηση αλλά για το ίδιο το γεγονός της αναγνώρισης της ύπαρξής της. Αυτό το χαρμάνι λαών και περιοχών του Μωριά και της Ρούμελης που κατοικεί εδώ και λίγες δεκαετίες στο λεκανοτσιμεντοπέδιο, μέχρι πρότινος αγνοούσε ότι μπουγάτσα είναι είδος φύλλου και ότι αυτό το φύλλο μπορεί να περικλείει και εξωτικές γεμίσεις όπως τυρί, κιμά κλπ. Τώρα κάνει μια καταπληκτική υπέρβαση αναγνωρίζοντας έστω και σε θεωρητικό επίπεδο (σιγά μην την έχει δοκιμάσει) τη μπουγάτσα με τυρί – και τη σκίζει στη φορολογία. Σου λέει: «μας τα σπάσατε οι βόρειοι με τις μπουγάτσες σας με τυρί κλπ, φάτε τώρα στο κεφάλι έναν φόρο σε αυτό που λέτε ότι έχετε και τρώτε για να μάθετε να φέρεστε».

Η φωτό είναι από την εφημερίδα της Λάρισας «Ελευθερία». Τη βρήκα σε περίπτερο στην Ακαδημίας που φέρνει εφημερίδες από τις αποικίες και μου φάνηκε ταιριαστή. Ο κάμπος της Λάρισας ξέρει από τυρί και μπουγάτσες – πέρασε παλιά και ένα φεγγάρι στο κράτος του βορρά. Έδειξε λοιπόν σωστά αντανακλαστικά και έπαιξε το θέμα πρωτοσέλιδο πριν το πάρει είδηση ο υπόλοιπος Τύπος – ακόμα και αυτός της πόλης των πόλεων.

ΥΓ. Υποπτεύομαι ότι η επιβάρυνση πιάνει και τη μπουγάτσα με κιμά αν και ο κρυψίνους και πάντα καχύποπτος Αθηναίος νομοθέτης δε θέλησε να την κατονομάσει ίσως επειδή ενδόμυχα πιστεύει ακόμα ότι οι καταραμένοι βόρειοι του κάνουν πλάκα.