Οι περιπέτειες μιας μπουγάτσας ή «When surrealism meets escapism (a pie filled with cheese should be taxed more than one filled with cream, according to new law)»

Media_httpimagesinsta_gamxb

Κατ’ αρχάς μια εξήγηση: Ο τίτλος και η παρένθεση είναι στα αγγλικά καθώς η ανάρτηση έγινε πρώτα στο instagram μια πλατφόρμα γοα φωτογραφίες από iphone με πολλές χιλιάδες ξένους χρήστες και λίγους Έλληνες. Θα ήταν άδικο όσοι δεν ξέρουν ελληνικά να χάσουν μια τέτοια είδηση.

Στο θέμα μας τώρα. Η ρύθμιση του νόμου φυσικά ξεπερνά την λογική. Ακόμα και αν κάποιος καλοπροαίρετος (δεν είμαι) πιστεύει ότι η κρατική εξουσία και η γραφειοκρατία της έχει κάποια ελάχιστη σχέση με την κοινή λογική. Όταν η πραγματικότητα σαρώνεται από το παράλογο μένει ως καταφύγιο ο αναχωρητισμός – με τη μορφή της πλάκας. Όπως κάνουμε συνήθως σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου, στα μικρά και στα μεγάλα. Απομονώνουμε δηλαδή τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της γελοιότητας που μας πολιορκεί (ακόμα και αυτής της ίδιας της μιζέριας μας) και γελάμε μέχρι δακρύων. Στην περίπτωση της ευνοϊκής φορολόγησης της μουγάτσας με κρέμα και της επιβάρυνσης της μπουγάτσας με τυρί, μπορεί κανείς να πει πολλά, ιδίως αν προέρχεται από τον εξωτικό μακρινό βορρά.

Η καλύτερη και πιο αληθινή ερμηνεία είναι και η πιο εύκολη: η γραφειοκρατία που φτιάχνει τις ρυθμίσεις βρίσκεται στην Αθήνα. Η γευστική παλέττα του μέσου Αθηναίου φτάνει μέχρι τη διαφορά ανάμεσα στο κοντοσούβλι και το παϊδάκι. Γνωρίζει δε ως μπουγάτσα μόνο ένα άχαρο πιτοσκεύασμα με κρέμα το οποίο πνίγει στην άχνη και ονομάζει περιπαιχτικά «μπουγάτσα τύπου Θεσσαλονίκης». Θεωρεί λοιπόν σωστό να προωθήσει την κατανάλωση αυτού του πιτοειδούς εμπλάστρου το οποίο ο ίδιος φτιάχνει και καταναλώνει στη γειτονιά του. Ως εδώ καμμία έκπληξη.

Το εντυπωσιακό έρχεται με τη φορολογική επιβάρυνση της μπουγάτσας με τυρί. Όχι για αυτή καθεαυτή τη φορολόγηση αλλά για το ίδιο το γεγονός της αναγνώρισης της ύπαρξής της. Αυτό το χαρμάνι λαών και περιοχών του Μωριά και της Ρούμελης που κατοικεί εδώ και λίγες δεκαετίες στο λεκανοτσιμεντοπέδιο, μέχρι πρότινος αγνοούσε ότι μπουγάτσα είναι είδος φύλλου και ότι αυτό το φύλλο μπορεί να περικλείει και εξωτικές γεμίσεις όπως τυρί, κιμά κλπ. Τώρα κάνει μια καταπληκτική υπέρβαση αναγνωρίζοντας έστω και σε θεωρητικό επίπεδο (σιγά μην την έχει δοκιμάσει) τη μπουγάτσα με τυρί – και τη σκίζει στη φορολογία. Σου λέει: «μας τα σπάσατε οι βόρειοι με τις μπουγάτσες σας με τυρί κλπ, φάτε τώρα στο κεφάλι έναν φόρο σε αυτό που λέτε ότι έχετε και τρώτε για να μάθετε να φέρεστε».

Η φωτό είναι από την εφημερίδα της Λάρισας «Ελευθερία». Τη βρήκα σε περίπτερο στην Ακαδημίας που φέρνει εφημερίδες από τις αποικίες και μου φάνηκε ταιριαστή. Ο κάμπος της Λάρισας ξέρει από τυρί και μπουγάτσες – πέρασε παλιά και ένα φεγγάρι στο κράτος του βορρά. Έδειξε λοιπόν σωστά αντανακλαστικά και έπαιξε το θέμα πρωτοσέλιδο πριν το πάρει είδηση ο υπόλοιπος Τύπος – ακόμα και αυτός της πόλης των πόλεων.

ΥΓ. Υποπτεύομαι ότι η επιβάρυνση πιάνει και τη μπουγάτσα με κιμά αν και ο κρυψίνους και πάντα καχύποπτος Αθηναίος νομοθέτης δε θέλησε να την κατονομάσει ίσως επειδή ενδόμυχα πιστεύει ακόμα ότι οι καταραμένοι βόρειοι του κάνουν πλάκα.

Παραμονή στην αγορά: Όποιος πρόλαβε πήρε

Είναι μια τρύπα το μαγαζί στην Ερμού. Μια τρύπα κανονικο θησαυροφυλάκιο, όμως. Παστουρμάς και σουτζούκι «Μιράν», κασέρι Ξάνθης, καβουρμάς θρακιώτικος βουβαλίσιος, και δεκάδες άλλα λαχταριστά τυριά, αλλαντικά, και μεζεδάκια σε περιμένουν λίγα μέτρα πιο πέρα από την πάνω είσοδο της στοάς Μοδιάνο, σε ένα μακρόστενο μαγαζάκι όπου ίσα-ίσα χωράνε 10 άτομα στη σειρά και όπου 6-7 πωλητές περιμένουν να σε εξυπηρετήσουν και να σου δείξουν τι να πάρεις για να κολλάει με το φαγητό σου. Πολλοί πωλητές για να μην περιμένεις και να μην δυσανασχετείς. Κι αν πάλι χρειαστείς κάνα δυο λεπτά για να αποφασίσεις τι θα πάρεις, δε χάθηκε ο κόσμος.

Οι πωλητές όχι μόνο θα περιμένουν αλλά θα σε φιλέψουν και μπουκίτσες τυρί, παστουρμά και ό,τι άλλο φανταστείς για να πάρεις ιδέες όσο είσαι αναποφάσιστος. Πέρασα από τον Βλάχο (ή όπως αλλιώς λέγεται) το μεσημεράκι και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Αν δεν είχα πιει κάτι τσίπουρα πιο πριν, μέσα στα τσιπουράδικα της στοάς, δε θα μπορούσα να φύγω. Πήγα μόνο για παστουρμά (πήρα μισό μισό Μιράν και Αραπιάν) κι έφυγα επιπλέον με κασεράκι και λουκανικάκια – και με τύψεις που δεν δοκίμασα κι άλλα.

Στα Καμινάκια για «ψαράκι» του βουνού

astypalea3

Στα Καμινάκια στην Αστυπάλαια έχει τη σωστή θάλασσα με το σωστό χρώμα, τα σωστά αρμυρίκια για σκιά και το σωστό βότσαλο στην παραλία. Έχει ακόμα και μια σπηλιά στα βράχια αριστερά. Μικρή αλλά σε πιάνει κάτι μόλις μπαίνεις μέσα και βλέπεις γύρω σου τις ροζ και πράσινες ανταύγειες στις πέτρες και τον βυθό. Τέτοια ωραία τα περιμένεις πλέον από τις θάλασσες αυτού του καταπληκτικού νησιού. Ακόμα κι αν χρειαστείς να σπάσεις το αυτοκίνητο στον χωματόδρομο, θα πας και θα ξαναπάς.

Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά στα Καμινάκια είναι η Λίντα και η ταβέρνα της, για μετά. Ψάρι, φρεσκοψαρεμένο από το καϊκι της (φωτό επάνω). Φρέσκο, ζυμωτό ψωμί ψημένο σε ξυλόφουρνο. Και το κυριότερο, κατσικάκι και μάλιστα αγριοκάτσικο, σε όλες τις γνωστές μορφές (στο φούρνο λεμονάτο, κοκκινιστό, παϊδάκια στα κάρβουνα) αλλά και συκωταριά από κατσικάκι μαγειρεμένη στιφάδο. Όλα σε τιμές εξαιρετικές και με τη Λίντα να σου εξηγεί με ευγένεια και υπομονή τι έχει μαγειρέψει για την ημέρα. «Η Λίντα κάνει το κατσικάκι καλύτερα από τη γυναίκα μου» είχε πει ο μπαρμπα Νικόλας που μας συμβούλεψε να πάμε. Και είχε δίκιο – όπως πάντα.