«Shirkers»: Μια περίεργη, κάπως εξωτική και λίγο χίπστερ ιστορία ενηλικίωσης

Ήταν «η καλύτερη ταινία του Σιγκαπουριανού σινεμά που δεν έγινε ποτέ»; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, δε μας νοιάζει κιόλας. Το ντοκιμαντέρ πάντως είναι ενδιαφέρον.

Στο ντοκιμαντέρ «Shirkers» που προβάλεται από το Netflix, η κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας και σκηνοθέτης, Σάντι Ταν από την Σιγκαπούρη, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια ιστορία από τότε που ήταν 20 χρονών. Τότε, το 1992 δηλαδή, που μαζί με δυο συνομήλικες φίλες της κι έναν μεγαλύτερης ηλικίας Ευρωπαίο προσπάθησαν να γυρίσουν μια ταινία. Και μάλιστα όχι απλώς μια ταινία, αλλά την καλύτερη ταινία που θα μπορούσε να γυριστεί ποτέ.

Τα τρία κορίτσια, κυρίως η Σάντι Ταν, θαύμαζαν τον Τζορτζ Καρντόνα. Δεν ήξεραν τίποτε γι αυτόν, βέβαια. Μόνο ότι ήταν ο δάσκαλός τους στα μαθήματα κινηματογράφου που παρακολουθούσαν και ότι τους έδειχνε κλασικές ταινίες του ευρωπαϊκού και αμερικανικού σινεμά που, λόγω λογοκρισίας, δεν μπορούσαν να δουν πουθενά στη χώρα τους. Με την καθοδήγηση του Τζορτζ γύρισαν χιλιόμετρα φιλμ, με πρωταγωνίστρια την Σάντι Ταν και την υποστήριξη και των τριών, με προσωπική εργασία και χρήματα από τις οικονομίες τους. Λίγο πριν ξεκινήσουν όμως το μοντάζ, ο Τζορτζ εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί του και όλα τα καρούλια με τα αμοντάριστα πλάνα της ταινίας.

Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η Σάντι Ταν ψάχνει να βρει τι έγινε. Συναντιέται ξανά με τις φίλες της που έχουν ακολουθήσει το δρόμο τους, στον χώρο του σινεμά και της τέχνης, και αναζητούν την ταινία που γύρισαν αλλά δεν έφτιαξαν. Στα 96 λεπτά της ταινίας, και με αφορμή αυτή την ιστορία, περνούν μπροστά απ΄την κάμερα, ψιλοαδιάφορα πλάνα μιας Σιγκαπούρης που δεν υπάρχει πια, με σιδηρόδρομο και χωράφια, χαριτωμένα αποσπάσματα από την ταινία τους (το πώς και το γιατί ας μείνει για όσους τη δουν) αλλά και μια ωραία ιστορία νεανικής φιλίας και ενηλικίωσης, περίεργα γυρισμένη που σου κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Παρά την υπερβολή της διαφήμισης («η καλύτερη ταινία του κινηματογράφου της Σιγκαπούρης που δεν έγινε ποτέ»), παρά την αυτοαναφορικότητα και παρά το ότι φλερτάρει έντονα με την χιπστεριά, το προσωπικό ντοκιμαντέρ «Shirkers» είναι μια όμορφη ταινία που σου μένει, κυρίως γι αυτήν την αρκετά ειλικρινή ματιά του σημερινού μεσήλικα που κοιτάζει πίσω στα νιάτα του και προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε, πώς ήταν, και πώς έφτασε ως εδώ.

«Inside the Mossad»: Εντυπωσιακές ιστορίες με πολλές αναγνώσεις

Προσωπικές αφηγήσεις, σύγχρονη ιστορία, κατασκοπεία και μια καλή δόση εντυπωσιασμού κυριαρχούν στα τέσσερα επεισόδια του απολαυστικού ντοκιμαντέρ στο Netflix

«Μετανιώσατε ποτέ για κάτι που κάνατε;» ρωτάει κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος από το σκοτάδι τον εύθραυστο παπούλη (όχι αυτόν στη φωτό) με τα έξυπνα μάτια που βρίσκεται φωτισμένος μπροστά στην κάμερα. Κι αυτός σκάει ένα μικρό χαμόγελο, κοιτάζει ευθεία στην κάμερα και απαντά με άνεση: «Δεν έχω μετανιώσει ποτέ για τίποτα». Ο εύθραυστος παπούλης είναι ο Ράφι Εϊτάν, μέχρι πριν από λίγα χρόνια πρόεδρος του ισραηλινού κόμματος των συνταξιούχων. Και στην κάμερα μιλάει για τη δουλειά που έκανε πριν βγει στη σύνταξη, ως επικεφαλής του τμήματος επιχειρήσεων της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών, γνωστής με το όνομα Μοσάντ.

Αρχηγός της ομάδας που εντόπισε και απήγαγε τον Άντολφ Άιχμαν στην Αργεντινή και τον έστειλε «πακέτο» στο Ισραήλ για να δικαστεί, επικεφαλής της επιχείρησης που εξουδετέρωσε το πυραυλικό πρόγραμμα της Αιγύπτου, «εξαφανίζοντας» τους στην πλειοψηφία Γερμανούς τεχνικούς που δούλευαν για αυτό, και (φερόμενος) πρωταγωνιστής της εξαφάνισης ικανής ποσότητας εμπλουτισμένου ουρανίου από αμερικανικά εργαστήρια τα οποία είχε νωρίτερα επισκεφτεί εμφανιζόμενος ως χημικός, ο Ράφι Εϊτάν ήταν ή φέρεται ότι ήταν παρών επί περίπου μισό αιώνα σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του. Ίσως και σε αυτές που επισήμως δεν έγιναν ποτέ. Διότι αυτό που καταλαβαίνεις απ την αρχή του ντοκιμαντέρ «Inside the Mossad» του Netflix είναι ότι ορισμένα από όσα ακούς να διηγούνται κάτι θείες ή παπούδες σαν τον Εϊτάν δεν είναι καν βέβαιο ότι τα έκανε η Μοσάντ. Όπως αφοπλιστικά παραδέχεται στην κάμερα ο πρώην υποδιοικητής της, Ραμ Μπεν Μπαράκ, αυτή η αμφισημία, αυτές ακριβώς οι μισές λέξεις και τα υπονοούμενα για το τι ακριβώς έκαναν ή δεν έκαναν οι ισραηλινοί πράκτορες σε δεκάδες κράτη, συμμαχικά και μη, είναι που χτίζουν τον μύθο της Μοσάντ ως μια υπηρεσία που φτάνει παντού και κάνει τα πάντα, εντός και, ίσως, εκτός των ορίων της νομιμότητας.

Στα τέσσερα επεισόδια του ντοκιμαντέρ, διάρκειας περίπου μιας ώρας το καθένα, περνούν μπροστά απ την κάμερα, αρκετά ηγετικά στελέχη, πολλοί πρώην πράκτορες, άντρες και γυναίκες, με τις ιστορίες τους, τις κόντρες και τους προβληματισμούς τους. Αυτό που κανείς τους δεν φαίνεται να έχει, είναι οποιαδήποτε αμφιβολία ότι καλώς έκανε όσα έκανε. Μια δυο στιγμές μόνο φαίνεται να περνά μια μικρή θλίψη για ανθρώπους που «κάηκαν» σε κάποια επιχείρηση και πάλι όμως ακολουθούν φράσεις όπως, «όλοι ήξεραν τι έκαναν, δε γινόταν διαφορετικά». Οι συνεντεύξεις διανθίζονται με πλάνα αρχείου από τις αντίστοιχες ιστορικές στιγμές και τις ειδήσεις της εποχής ή ακόμα και με πλάνα και φωτογραφίες που τράβηξαν οι ίδιοι οι πρώην πράκτορες όταν, υποδυόμενοι κάποιον ρόλο για τις ανάγκες της επιχείρησης, περνούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα σε αραβικές ή ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το ντοκιμαντέρ διατρέχει άλλωστε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Μέσης Ανατολής.

Οι παραγωγοί δεν χαρίζονται στους πρώην πράκτορες και κάποιες ερωτήσεις είναι δύσκολες. Όχι ότι παίρνουν απαντήσεις σε όλες. Κάποιες φορές ένας μέχρι τότε χαμογελαστός συνταξιούχος σοβαρεύει απότομα και πετάει κοφτά ένα «δεν απαντώ σε αυτήν την ερώτηση». Κάποιοι άλλοι δεν κρύβουν τον εκνευρισμό τους και τους ξεφεύγουν ατάκες του στυλ «δεν καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάς». Σε κάθε περίπτωση πάντως το ντοκιμαντέρ είναι χορταστικό και εντυπωσιακό. Σε όποιον αρέσουν οι καλές ιστορίες κατασκοπίας, η ιστορία, και οι προσωπικές αφηγήσεις όχι και τόσο διάσημων πρωταγωνιστών, τα τέσσερα απολαυστικά επεισόδια θα φανούν ίσως και λίγα. Στο τέλος πάντως, ακόμα και στους πιο καλόπιστους θα μείνει η απορία: ήταν τελικά ντοκιμαντέρ ή ακόμα μια καλοσχεδιασμένη επιχείρηση;

«Make the economy scream», η Βενεζουέλα από κοντά και όχι από τα κανάλια

«Make the economy scream» ήταν η εντολή του Ρίτσαρντ Νίξον για την υπονόμευση και, τελικά, την ανατροπή του Σαλβαδόρ Αγιέντε, στη Χιλή. Το νέο φιλμ του Άρη Χατζηστεφάνου και της ομάδας του δείχνει πώς η ίδια πολιτική εφαρμόζεται σήμερα στη Βενεζουέλα.

Στην τελική ευθεία έχει μπει, πλέον, η παραγωγή του ντομικαντέρ «Make the economy scream» της ομάδας του Άρη Χατζηστεφάνου, με στόχο όλα να είναι έτοιμα για την πρώτη προβολή του, μέσα στον Μάρτιο. Το φιλμ παίρνει αφορμή από τις αναφορές στη Βενεζουέλα που κάνουν συχνά ορισμένοι συντηρητικοί πολιτικοί στην Ελλάδα και ερευνά ποια είναι η πραγματική κατάσταση της οικονομίας της λατινοαμερικανικής χώρας. Ο τίτλος προέρχεται από την εντολή του προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, προς τη CIA, το 1970, να κάνει ό,τι χρειάζεται για να υπονομεύσει την οικονομία της Χιλής ώστε να ανατραπεί ο πρόεδρος λατινοαμερικανικής χώρας, Σαλβαδόρ Αγιέντε. Η ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή ηγέτη της Χιλής έγινε τελικά τρία χρόνια αργότερα από τον στρατηγό Πινοτσέτ, με τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Η Βενεζουέλα, σήμερα, φαίνεται να αντέχει κάπως περισσότερο τις πιέσεις, παρ ότι η πολιτική ηγεσία της δεν αποφεύγει τα λάθη. Το ντοκιμαντέρ δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα δεν είναι βέβαια όπως την παρουσιάζουν τα κανάλια, στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ελλάδα, έχει όμως προβλήματα. Αυτά οφείλονται, πρώτα, στις αμερικανικές κυρώσεις, μετά, στο οργανωμένο σαμποτάζ της οικονομίας από τους ολιγάρχες της χώρας που ελέγχουν τα δίκτυα παραγωγής και, τέλος, σε κακές επιλογές της κυβέρνησης Μαδούρο.

Σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία όσων αναφέρονται στη Βενεζουέλα που απλώς κάτι τους είπαν ή κάτι διάβασαν για τη χώρα, ο Άρης Χατζηστεφάνου πήγε αρκετές φορές στο Καράκας και στο Σαν Κριστομπάλ, μίλησε με πολιτικούς, οικονομολόγους, μουσικούς, κόσμο στο δρόμο, είδε από κοντά την κατάσταση, τσέκαρε όσα του είπαν με άλλους οικονομολόγους στην Ελβετία, την Ολλανδία και αλλού, και κατέληξε σε συμπεράσματα. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ κεντρική θέση έχουν τα στοιχεία, οι απόψεις και η κριτική. Η ταινία πέρα από χρήσιμη, όμως, είναι και απολαυστική. Πρωταγωνιστούν οι εντυπωσιακές εικόνες απ την καθημερινή ζωή στη Βενεζουέλα, ο ήχος απ τη μουσική της, και οι άνθρωποί της, γεμάτοι ζωντάνια, πολιτικά πάθη και διάθεση για ζωή.

Η ομάδα της παραγωγής χρηματοδοτείται μόνο από όσους θέλουν να την υποστηρίξουν οικονομικά. Κάντε το καλό ακολουθώντας τις οδηγίες στο σάιτ τους.