Στους δρόμους του Σάλτσμπουργκ (1)

Το Σάλτσμπουργκ είναι κάπου 930 χιλιόμετρα από τη μικρή μας κωμόπολη. Κι αν είσαι τυχερός και αποφύγεις κάποια από τα ατελείωτα έργα και μποτιλιαρίσματα στους κάποτε καλούς γερμανικούς αυτοκινητόδρομους, τότε μπορεί να χρειαστείς απλώς 8 ωρίτσες, μέσα και οι στάσεις για βενζίνη και λουκανικάκια. Η εθνική έπαιζε το Σάββατο, ο πειρασμός ήταν μεγάλος, και οι αναμνήσεις από την εκδρομή το 2004 χρόνια στην Πορτογαλία (όπου είχαμε βρεθεί για τα πρώτα 4 παιχνίδια) πολύ ζωντανές για να αφήσουμε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Αυτή τη φορά θα ήταν μόνο για ένα παιχνίδι, αυτό με τη Ρωσία.

Φύγαμε Παρασκευή πρωί και αργά το απόγευμα είχαμε ήδη στήσει τη σκηνή στο κάμπινγκ «Σλος Άιγκεν» στο νότιο Σάλτσμπουργκ. Μεγάλος χώρος, ουσιαστικά ένα καταπράσινο λιβάδι με λίγα δέντρα, περισσότερο για τροχόσπιτα παρά για σκηνές, όμως με βασικές ανέσεις και πεντακάθαρο. Οι πελάτες, πολλοί ντόπιοι που είχαν έρθει κυρίως για τη φύση και λιγότεροι για το ποδόσφαιρο, περιελάμβαναν λίγους Άγγλους (παρ όλο που  ομάδα τους δεν είχε προκριθεί), λίγους Γερμανούς, 3-4 Έλληνες από Γερμανία (Βούπερταλ) και πολλούς Ρώσους. Η αναγνώριση εύκολη χάρις στις σημαίες επάνω στις σκηνές και τα μπλουζάκια.

Στην πόλη, το «Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα 2008» φιλοξενείται κυρίως σε δύο μέρη: στο ιστορικό κέντρο όπου έχει στηθεί μια «ζώνη» ειδικά για φιλάθλους (φωτό κάτω)

… και, στις παρυφές του Σάλτσμπουργκ, στο ψιλομέτριο στάδιο με το ωραίο και περίεργο σιδερένιο άγαλμα (φωτό κάτω από el pibe) και το διπλανό μεγάλο εμπορικό κέντρο.

Να τελειώνουμε με τις σαχλαμάρες, πρώτα. Στο στάδιο πήγαμε το Σάββατο λίγο πριν το παιχνίδι μήπως και βρούμε κανένα εισιτήριο. Υπήρχαν λίγοι που αγόραζαν (κυρίως Ρώσοι) και αρκετοί που πουλούσαν (φαίνονταν ντόπιοι). Η τιμή που μας ζήτησαν ήταν 400 ευρώ το άτομο για εισιτήρια η κανονική τιμή των οποίων ξεκινούσε από 60 ευρώ. Ευχηθήκαμε υγεία και μακροημέρευση σε όλους αυτούς που φρόντισαν τα εισιτήρια για το πλέον λαϊκό άθλημα να πηγαίνουν σε εταιρίες, χορηγούς, και εν γένει πλούσιους και την κοπανήσαμε. Προηγουμένως είχαμε περάσει και από τη χαρά της εταιρικής ζωής, το ονομαζόμενο «Ελληνικό χωριό» (φωτό κάτω).

Στο «χωριό των χορηγών», όπως θα έπρεπε να ονομάζεται, οι εταιρίες είχαν στήσει περίπτερα με τις ευλογίες της ομοσπονδίας και μοίραζαν στους «ιθαγενείς» καπελάκια και μπλουζάκια με τα εμπορικά σήματά τους για να τους διαφημίσουν δωρεάν. Στο βάθος τρεις μουσικοί έπαιζαν κάτι σε συρτάκι για να δώσουν χρώμα (φωτό κάτω) και ένας ελληνικός αθλητικός ραδιοφωνικός σταθμός εξέπεμπε ζωντανά και πρόσφερε βαθυστόχαστες αναλύσεις από ένα στούντιο που είχε στηθεί επί τόπου ειδικά για την περίσταση. Στα ολίγα θετικά, ο πάγκος με ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά. Βολευτήκαμε με Ελευθεροτυπία και Νέα του Σαββάτου στα 2,50 και 3 ευρώ αντίστοιχα.

Έχοντας καθαρίσει λοιπόν σχετικά εύκολα με το εμπορικό μέρος του πράγματος, αποφασίσαμε να αφοσιωθούμε στο πάρτυ, που ήταν και ο βασικός λόγος του ταξιδιού. (Συνεχίζεται)

Ένα αποτυχημένο ζαχαροπλαστείο στη Βιέννη

Στη Βιέννη, λέει, πρέπει να πας να πιεις έναν καφέ σε ένα από τα πολλά παραδοσιακά καφεζαχαροπλαστεία. Η πόλη φημίζεται γι αυτό. Και οι τουρίστες που συρρέουν στις γιορτές κάνουν ουρές απ’ έξω για να βρουν τραπέζι. Κάναμε ένα πέρασμα από Βιέννη καθ’ οδόν προς τη μικρή μας κωμόπολη, λίγο μετά την πρωτοχρονιά. Και είχαμε την ατυχή ιδέα να δοκιμάσουμε το καφεζαχαροπλαστείο Diglas (από το 1875) που ήταν το πρώτο που βρέθηκε μπροστά μας περπατώντας στο ιστορικό κέντρο.

Diglas1

Καταλάβαμε το λάθος μας πολύ γρήγορα – και μαζί πολύ αργά για να το διορθώσουμε. Τρεις τέσσερις σερβιτόροι συνωστίζονταν μπροστά στην πόρτα και έκαναν μπαλάκι υποψήφιους πελάτες που έψαχναν τραπέζι. Μας οδήγησαν σε ένα ασφυκτικά στριμωγμένο (αν όχι σφηνωμένο) ανάμεσα στην πόρτα και σε άλλες παρέες. Ένας από τους σερβιτόρους μας κοίταξε με ύφος και δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν εγκρίνει το παρουσιαστικό μας, μάς πέταξε κάτι τριμμένους καταλόγους για να διαλέξουμε.

Diglas2

Ο καφές ήταν πάνω κάτω ένα νεροπότηρο (επάνω) με λίγο καφέ και πάρα πολύ γάλα κι επιπλέον πρόσθετη γεύση που διάλεγες (και πλήρωνες). Τα δύσκολα όμως ήταν στο γλυκό. Για να το παραγγείλεις έπρεπε να πας σε μια βιτρίνα. Εκεί μια κοπέλα είχε πιάσει κουβέντα με έναν φίλο της. Έπρεπε να περιμένουμε. Κοιτάξαμε τα γλυκά. Μας κοίταξαν κι αυτά. Δεν είπαμε πολλά. Αυτά ιδίως δεν είπαν τίποτα καθώς δεν υπήρχε ούτε μια ταμπέλα που να λέει τι ήταν το καθένα. Προσπαθήσαμε να παραγγείλουμε αλλά όποιον και να κοιτάξαμε του μαγαζιού έστρεψε με σεμνότητα τα μάτια του αλλού και μας αγνόησε.

Τελικά με χίλια ζόρια και σχεδόν παρακαλώντας καταφέραμε να δείξουμε σε έναν τύπο ποια γλυκά θέλαμε, στην τύχη βέβαια. Γυρίσαμε στο τραπέζι μας και περάσαμε την ώρα της αναμονής ακούγοντας ελληνικά από τις γύρω παρέες και παρατηρώντας το μαγαζί. Τα γλυκά ήρθαν και ήταν μάπα. Τεράστια και άνοστα με μόνη γεύση τη ζάχαρη. Αν έχεις κάνει το γκραν σλαμ στη Θεσσαλονίκη, με Αγαπητό, Χατζηφωτίου, Τερκενλή στο κέντρο, και Ξάιδο στην Τούμπα (δε χρειάζεται να προσθέσω και τα σιροπιαστά του Χατζή), ξέρεις πώς πρέπει να είναι το γλυκό. Αφήσαμε το μεγαλύτερο μέρος και φύγαμε. Στην πληρωμή (τσουχτερά) ο σερβιτόρος κράτησε μόνος του και κάτι από τα ρέστα στρογγυλεύοντας το ποσό. Όμορφα και ευρωπαϊκά.

Vienna

Βγήκαμε έξω στην ακόμα χριστουγεννιάτικη Βιέννη (επάνω). Έκανε κρύο και ο κόσμος περπατούσε γρήγορα για να ζεσταθεί. Τα καφέ ήταν γεμάτα με πελάτες και σακούλες με ψώνια. Ακόμα και το Diglas. Πήραμε το αμάξι και την κοπανήσαμε. Την επόμενη φορά θα ξέρουμε καλύτερα.