Η παράσταση που παρουσιάζεται φέτος στο θέατρο Κάτια Δανδουλάκη δεν θυμίζει σε πολλά το ομώνυμο έργο της Αγκάθα Κρίστι. Δεν θυμίζει ούτε την πολύ καλή μεταφορά του στον κινηματογράφο, το 1974 από τον Σίντνεϊ Λιούμετ και το 2017 από τον Κένεθ Μπράνα. Μπορεί και στην παράσταση να έχουμε έναν φόνο πάνω σε ένα διάσημο τραίνο, έναν ακόμα πιο διάσημο ντετέκτιβ που βρέθηκε να ταξιδεύει στο ίδιο τραίνο να προσπαθεί να λύσει το μυστήριο, και έναν σωρό χαρακτήρες που στη διάρκεια του έργου φαίνονται όλο και πιο ύποπτοι να έχουν κάνει τον φόνο, πρόκειται όμως για άλλο έργο.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό για μια παράσταση. Η διασκευή ενός έργου για τις ανάγκες του θεάτρου είναι λογικό να φέρνει αλλαγές. Κάποιοι χαρακτήρες κόπηκαν ή συγχωνεύτηκαν σε έναν, δευτερεύουσες ιστορίες παραλείφθηκαν, σκηνές άλλαξαν, διαγράφηκαν ή προστέθηκαν. Όλα αυτά γίνονται και καμμια φορά το αποτέλεσμα είναι εξίσου ενδιαφέρον με το πρωτότυπο. Αυτό όμως δεν συνέβη εδώ. Στην παράσταση, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη, που είδα στα τέλη Ιανουαρίου, μόνο ο τίτλος (με το όνομα του τραίνου «Orient Express» αντί του γνωστού από παλιά και αγαπημένου από το βιβλίο «Οριάν Εξπρές») και η βασική πλοκή θυμίζουν ότι πρόκειται για το έργο της Αγκάθα Κρίστι. Το δε τελικό αποτέλεσμα παραπέμπει περισσότερο σε μια συνηθισμένη παραγωγή τηλεοπτικού στούντιο.
Ο κύριος Ράτσετ του Αντώνη Καφετζόπουλου κάπως καταφέρνει να διασωθεί παρά τα κραυγαλέα στερεότυπα της ερμηνείας όπως ίσως και ο κύριος Μπουκ του Τάσου Χαλκιά. Από εκεί κι έπειτα, από τους κύριους ρόλους μέχρι τους δεύτερους, δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Ο Πουαρό του Δάνη Κατρανίδη, είναι ένας συχνά ακατάληπτος παπατρέχας που τρώει λέξεις και μοιάζει στην όψη και την κίνηση περισσότερο με τον κωμικό Σαρλό του Τσάρλι Τσάπλιν παρά με τον εκκεντρικό Βέλγο ντετέκτιβ. Η κυρία Χάμπαρντ της Κάτιας Δανδουλάκη φέρνει περισσότερο σε άψυχη μορφή με παγωμένες ατάκες παρά στην αινιγματική ντίβα του πρωτότυπου. Η Ταμίλα Κουλίεβα εξαντλεί την παρουσία της στην ιδιαίτερη προφορά και τα ανάλαφρα αστειάκια και η Όλγα Πολίτου κάνει ένα πομπώδες πέρασμα.
Κατά τ άλλα, παρακολουθεί κανείς μια στρογγυλή σκηνή να περιστρέφεται ανά εικοσάλεπτο, μαυροντυμένους (για να μην φαίνονται) εργάτες παρασκηνίων να σέρνουν στο χέρι πλευρικές επιφάνειες, όποτε χρειαστεί, και ξαφνικούς εκκωφαντικούς κρότους να τρομάζουν τους πιο χαλαρούς θεατές, χωρίς προφανή λόγο, ανά μισάωρο. Στο τέλος έρχεται η λύτρωση, με το τυπικό χειροκρότημα των θεατών. Να πω ότι δεν τα κλάψαμε τα 25 ευρώ του εισιτηρίου, θα ήταν ψέμα.