«Είναι ήδη νεκρός»: Ένας νουάρ μεζές

Βασισμένο σε πραγματική ιστορία, όπως τη διηγήθηκε στο συγγραφέα ένας φυλακισμένος γι αυτή, το νέο νουάρ του Τάσου Θεοφίλου αφήνει τον αναγνώστη μάλλον παραπονεμένο που οι σελίδες ήταν μόνο 64

Τον Τάσο Θεοφίλου, ως συγγραφέα, τον «συνάντησα» για πρώτη φορά στον μαγικό κόσμο των μπλογκ. Η σελίδα του «Παρανουαρικό!», που ανανεωνόταν μέχρι το 2012, είχε μικρά σε έκταση αλλά πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Σε αντίθεση με τις πληκτικές αυτοαναφορικές ξεπέτες πολλών μπλόγκερ, τα νουάρ κείμενα του «Τάσσιου Θήτα», όπως υπέγραφε τότε ο Θεοφίλου, «φώναζαν» ότι ήταν γραμμένα με μεράκι, κόπο και μετά από πολύ διάβασμα των μαστόρων του είδους.

Και μετά ήρθε ο Αύγουστος του 2012 για να γίνει το όνομα του Θεοφίλου ευρύτερα γνωστό για εντελώς λάθος λόγους. Η αστυνομία τον συνέλαβε με βάση κατασκευασμένες κατηγορίες και ανύπαρκτα αποδεικτικά στοιχεία, τα μέσα ενημέρωσης τον καταδίκασαν πολύ πριν γίνει δίκη, και το πρώτο δικαστήριο του επέβαλε κάθειρξη 25 ετών για φόνο που δεν έκανε, σε τόπο που δεν ήταν, με ανθρώπους που δεν συνάντησε. Το δικαστήριο φάνηκε να σφυρίζει αδιάφορα για την ολοφάνερη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και να τιμωρεί το μόνο πράγμα που ο κατηγορούμενος Θεοφίλου δεν έκρυψε ποτέ. Την πολιτική ιδεολογία του. Στις πολλές και συνεχώς πιο μαζικές κινήσεις για την ανατροπή της καταδίκης «συνάντησα» για δεύτερη φορά τον Τάσο Θεοφίλου, όχι πια ως συγγραφέα αλλά ως αναρχικό που διώκεται για τις ιδέες του.

Φέτος, μετά την οριστική και αμετάκλητη αθώωση, τον Αύγουστο του 2017 από το Εφετείο (παρά την εισήγηση του εισαγγελέα που ζητούσε και πάλι καταδίκη χωρίς αποδείξεις), ο Τάσος Θεοφίλου, παρουσίασε το νέο του βιβλίο. Έχει τίτλο «Είναι ήδη νεκρός» και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2018 από τις εκδόσεις Red n’ Noir. Δεν είναι το πρώτο του βιβλίο. Ο συγγραφέας, που παράλληλα είναι εξαιρετικά δραστήριος σε κοινωνικά κινήματα και συλλογικότητες, φαίνεται να προσπαθεί όλον αυτόν τον καιρό να πάρει πίσω τον χρόνο που του έκλεψε το κράτος με τα πέντε χρόνια άδικης φυλάκισης.

Χρησιμοποιεί μάλιστα αυτήν την εμπειρία για να πει με ακόμα πιο ζωντανό τρόπο την ιστορία που τον ενδιαφέρει. Μια ιστορία ανθρώπων της πόλης, μοναχικών, ασήμαντων πιονιών σε ένα παιχνίδι ανελέητο χωρίς κανόνες. Σε έναν κόσμο που δε μοιάζει να ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέρα από την επιβίωση και την περιχαράκωση ενός μικρού, ζωτικού χώρου άσκησης εξουσίας απέναντι σε άλλους εξίσου μικρούς και ασήμαντους. Τα πρόσωπα του βιβλίου, με ή χωρίς στολή, θύτες και θύματα, ζουν και ανακυκλώνουν τη βία ως φυσιολογική κατάσταση. Με κώδικες τιμής και πρακτικές ατιμίας.

Το «Είναι ήδη νεκρός», που παρουσιάζεται φέτος σε εκδηλώσεις, όποτε και όπου μπορεί ο συγγραφέας και οι φίλοι του, είναι μια ωραία προσπάθεια και, ελπίζω, μια ωραία (νέα) αρχή. Γιατί όσο και αν ευχαριστιέται κανείς τον ρυθμό, τη μαυρίλα και το στακάτο ύφος της αφήγησης, ανάμεσα από πειστικά «δελτία συμβάντων» της αστυνομίας και «ειδήσεις» του Τύπου, το παράπονο που μένει είναι ότι οι σελίδες είναι μικρές και λίγες, λιγότερες από τις επίσημες 64 της έκδοσης. Κλείνεις το βιβλίο και νιώθεις ότι έχεις πάρει έναν νοστιμότατο μεζέ – αλλά μεζέ. Και περιμένεις το κυρίως πιάτο που, δεν μπορεί, θα είναι το ίδιο νόστιμο ίσως και πιο πολύ. Αλλά πού είναι; Ελπίζω ο «μάγειρας» να έχει πιάσει ήδη δουλειά.

ΥΓ. Πρέπει να υπάρχει ένα θεματάκι με τη διανομή. Αρχές Φεβρουαρίου έψαξα πολύ μέχρι να βρω το «Είναι ήδη νεκρός». Πολλά μεγάλα βιβλιοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας δεν το είχαν, τα μικρότερα των Εξαρχείων το αγνοούσαν. Κατάφερα να βρω πέντε αντίτυπα στην Πολιτεία. Πήρα ένα για μένα και τρία για δώρο. Ελπίζω να εφοδιάστηκαν με αντίτυπα και αυτοί και οι άλλοι. Το βιβλίο κοστίζει 5,30 ευρώ.

«Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες»: εύκολα, στα χέρια μισαλλόδοξων δημοκρατικά εκλεγμένων δημαγωγών

Πόλωση, αδιαλλαξία, απαξίωση του αντιπάλου, προσπάθεια εξουδετέρωσης μηχανισμών ελέγχου κι ένας φιλόδοξος δημαγωγός, κάπως έτσι πεθαίνουν οι δημοκρατίες, απαντούν οι συγγραφείς

Το «How democracies die», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt, δεν είναι ακόμα ένα κείμενο πολιτικής κριτικής με στόχο τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο μισαλλόδοξος δημαγωγός που εδώ και δυο χρόνια έχει εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ αποτελεί μεν την αφορμή και το σημείο αναφοράς των δυο καθηγητών-συγγραφέων. Σε εννέα κεφάλαια με συνολικά 410 σελίδες και πλήθος σημειώσεων και βιβλιογραφικών παραπομπών οι Levitsky και Ziblatt αναλύουν το ερώτημα που θέτουν στον τίτλο του βιβλίου τους και στο τέλος δίνουν μια εξαιρετικά σαφή και τεκμηριωμένη απάντηση.

Αφού πρώτα περιγράψουν τα βασικά κοινά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους αυταρχικούς ηγέτες και δείχνουν τις προθέσεις τους (όπως πχ αδιαφορία για τους κανόνες, απαξίωση των αντιπάλων τους, επίθεση για την εξουδετέρωση θεσμικών αντίβαρων κλπ) οι συγγραφείς χτίζουν την κεντρική θέση που διαπερνά το βιβλίο τους: Το κύριο συστατικό της δημοκρατίας βρίσκεται πέρα απο την αρχή του κράτους δικαίου και τη διάκριση των εξουσιών. Είναι η ανεκτικότητα προς τον αντίπαλο και η συνειδητή παραίτηση από τη χρήση μέσων και δυνατοτήτων που παρέχει η κάθε μια από τις εξουσίες. Είναι επίσης η διαμόρφωση άτυπων κανόνων συμπεριφοράς για την εφαρμογή των οποίων φροντίζουν κομβικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με κυριότερο από αυτούς, τα κόμματα.

Οι δημοκρατίες, οι σημερινές αστικές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, κινδυνεύουν άμεσα, λένε οι συγγραφείς, από μισαλλόδοξους δημαγωγούς όπως ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν στην Τουρκία, ο Όρμπαν στην Ουγγαρία και ο Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Αυτοί και άλλοι σαν αυτούς πετυχαίνουν σημαντικές εκλογικές νίκες εκμεταλλευόμενοι τη δυσαρέσκεια προς το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο εκείνων που είτε έχουν τεθεί στο περιθώριο της παραγωγής είτε νιώθουν ότι απειλείται η θέση τους απο τις ραγδαίες εθνολογικές, φυλετικές, δημογραφικές ή οικονομικές ανακατατάξεις που συνταράσσουν περιφέρειες, κράτη, κοινωνίες. Οι ηγέτες αυτοί χτίζουν το προφίλ τους μέσα σε ένα, ευνοϊκό για τους ίδιους αλλά καταστροφικό για τη δημοκρατία, περιβάλλον εντεινόμενης πόλωσης, υποσχόμενοι την καταστροφή του υφιστάμενου συστήματος και είτε την επιστροφή σε έναν παρελθόντα παράδεισο που όμως δεν υπήρξε ποτέ είτε το χτίσιμο ενός εφιαλτικού για όλους τους άλλους μέλλοντος.

Για τη διάσωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας οι συγγραφείς προτείνουν ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο: Κατ αρχάς απορρίπτουν ως ολέθριο λάθος την έστω και εν μέρει ή σε ηπιότερη μορφή υιοθέτηση της ατζέντας ή των μεθόδων των μισαλλόδοξων δημαγωγών. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν προσφέρει λύσεις αλλά ουσιαστικά αποτελεί παράδοση της δημοκρατίας στον αυταρχισμό. Και παραθέτουν παραδείγματα από την πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία. Οι Levitsky και Ziblatt, αντιθέτως, προτείνουν την οργάνωση πολιτών και φορέων σε πολιτικά και κοινωνικά δίκτυα πέρα από διαχωριστικές γραμμές, στη βάση κοινών σημείων σύγκλισης. Με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός μετώπου πολιτικού πολιτισμού απέναντι στον αυταρχισμό της εξουσίας.

«Make the economy scream», η Βενεζουέλα από κοντά και όχι από τα κανάλια

«Make the economy scream» ήταν η εντολή του Ρίτσαρντ Νίξον για την υπονόμευση και, τελικά, την ανατροπή του Σαλβαδόρ Αγιέντε, στη Χιλή. Το νέο φιλμ του Άρη Χατζηστεφάνου και της ομάδας του δείχνει πώς η ίδια πολιτική εφαρμόζεται σήμερα στη Βενεζουέλα.

Στην τελική ευθεία έχει μπει, πλέον, η παραγωγή του ντομικαντέρ «Make the economy scream» της ομάδας του Άρη Χατζηστεφάνου, με στόχο όλα να είναι έτοιμα για την πρώτη προβολή του, μέσα στον Μάρτιο. Το φιλμ παίρνει αφορμή από τις αναφορές στη Βενεζουέλα που κάνουν συχνά ορισμένοι συντηρητικοί πολιτικοί στην Ελλάδα και ερευνά ποια είναι η πραγματική κατάσταση της οικονομίας της λατινοαμερικανικής χώρας. Ο τίτλος προέρχεται από την εντολή του προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, προς τη CIA, το 1970, να κάνει ό,τι χρειάζεται για να υπονομεύσει την οικονομία της Χιλής ώστε να ανατραπεί ο πρόεδρος λατινοαμερικανικής χώρας, Σαλβαδόρ Αγιέντε. Η ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή ηγέτη της Χιλής έγινε τελικά τρία χρόνια αργότερα από τον στρατηγό Πινοτσέτ, με τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Η Βενεζουέλα, σήμερα, φαίνεται να αντέχει κάπως περισσότερο τις πιέσεις, παρ ότι η πολιτική ηγεσία της δεν αποφεύγει τα λάθη. Το ντοκιμαντέρ δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα δεν είναι βέβαια όπως την παρουσιάζουν τα κανάλια, στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ελλάδα, έχει όμως προβλήματα. Αυτά οφείλονται, πρώτα, στις αμερικανικές κυρώσεις, μετά, στο οργανωμένο σαμποτάζ της οικονομίας από τους ολιγάρχες της χώρας που ελέγχουν τα δίκτυα παραγωγής και, τέλος, σε κακές επιλογές της κυβέρνησης Μαδούρο.

Σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία όσων αναφέρονται στη Βενεζουέλα που απλώς κάτι τους είπαν ή κάτι διάβασαν για τη χώρα, ο Άρης Χατζηστεφάνου πήγε αρκετές φορές στο Καράκας και στο Σαν Κριστομπάλ, μίλησε με πολιτικούς, οικονομολόγους, μουσικούς, κόσμο στο δρόμο, είδε από κοντά την κατάσταση, τσέκαρε όσα του είπαν με άλλους οικονομολόγους στην Ελβετία, την Ολλανδία και αλλού, και κατέληξε σε συμπεράσματα. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ κεντρική θέση έχουν τα στοιχεία, οι απόψεις και η κριτική. Η ταινία πέρα από χρήσιμη, όμως, είναι και απολαυστική. Πρωταγωνιστούν οι εντυπωσιακές εικόνες απ την καθημερινή ζωή στη Βενεζουέλα, ο ήχος απ τη μουσική της, και οι άνθρωποί της, γεμάτοι ζωντάνια, πολιτικά πάθη και διάθεση για ζωή.

Η ομάδα της παραγωγής χρηματοδοτείται μόνο από όσους θέλουν να την υποστηρίξουν οικονομικά. Κάντε το καλό ακολουθώντας τις οδηγίες στο σάιτ τους.