Βερολίνο 1989: Μια βαρετή συνέντευξη Τύπου ρίχνει το τείχος

Το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου ξεκινά μια ακόμα βαρετή γραφειοκρατική συνέντευξη Τύπου, στο ανατολικό Βερολίνο. Οι δημοσιογράφοι, Γερμανοί και ξένοι, δεν περιμένουν καμμια τρομερή είδηση από το ηγετικό στέλεχος του σοσιαλιστικού κόμματος που μπαίνει στην αίθουσα Τύπου. Ο Γκίντερ Σαμπόβσκι, διευθυντής σύνταξης της μεγαλύτερης κομματικής εφημερίδας, της «Νέας Γερμανίας», μέλος του πολιτικού γραφείου, και ένας από τους τρεις ισχυρούς άνδρες του κόμματος αρχίζει τις βαρετές ανακοινώσεις. Το ανατολικογερμανικό κράτος περνά τη χειρότερη κρίση της ιστορίας του. Εδώ και μέρες κόσμος πολύς διαδηλώνει στη Λειψία και άλλες πόλεις ζητώντας περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες. Ζητούν επίσης να τους επιτραπεί να ταξιδεύουν ελεύθερα στο εξωτερικό, όπως είχε επιτραπεί ήδη στους πολίτες άλλων ανατολικοευρωπαϊκών κρατών. Η συνέντευξη Τύπου δεν έχει τίποτα για όλα αυτά.

Εκεί κάπου στο τέλος, ένας δημοσιογράφος ρωτά τον Σαμπόβσκι τι θα κάνει το κόμμα με όλους αυτούς τους Ανατολικογερμανούς που φεύγουν κάθε μέρα για τη Δύση μέσω Ουγγαρίας και άλλων «συντροφικών» κρατών που άνοιξαν τα σύνορά τους. Ο Σαμπόβσκι απαντά πως το κόμμα έχει ήδη λάβει μέτρα. Και σημειώνει ότι υπαρχει απόφαση να επιτραπούν τα ταξίδια στο εξωτερικό (και τη Δύση) με πολύ λίγες διατυπώσεις – μια απλή αίτηση. Ο Σαμπόβσκι δεν γνωρίζει πως το κόμμα συζητά ακόμα τα τεχνικά ζητήματα υλοποίησης του μέτρου σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφευχθεί η κατάρρευση. Κι έτσι όταν ένας δημοσιογράφος τον ρωτά από πότε θα ισχύσει το νέο μέτρο, σκέφτεται λίγο, ψάχνει τα χαρτιά του και κάνει αυτό που δεν πρέπει ποτέ να κάνει κανείς σε μια συνέντευξη Τύπου: αυτοσχεδιάζει. Και απαντά με ύφος σχεδόν αδιάφορο: «εεε, αμέσως, από τώρα». Στη συνέχεια φεύγει. Αφήνει αποσβολωμένους τους δημοσιογράφους και όσους παρακολουθούν από την τηλεόραση και πάει σπίτι του. Την ώρα που ο Σαμπόβσκι, ανυποψίαστος για τις συνέπειες της δήλωσής του, πέφτει για ύπνο δεκάδες χιλιάδες ανατολικοβερολινέζοι πάνε στο τείχος και αψηφώντας τους φρουρούς σκαρφαλώνουν στα μισητά τσιμέντα. Το τείχος που τους φυλάκιζε στην ίδια την πόλη τους περνά στην ιστορία, για να ακολουθήσει σε λίγο καιρό και η ανατολική Γερμανία.

Το επίμαχο απόσπασμα της συνέντευξης του Σαμπόβσκι, παρακάτω. Προσέξτε την έκφραση του κομμουνιστή γραφειοκράτη.

Για την ιστορία, ο Γκίντερ Σαμπόβσκι δεν χάθηκε στη νέα ενωμένη Γερμανία. Λίγα χρόνια μετά έγινε ο μόνος υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αποκήρυξε το παρελθόν του, έκανε κι έναν χρόνο φυλακή και στη συνέχεια βοήθησε το δεξιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Ως ειδικός σε θέματα … επικοινωνίας!

ΥΓ. Επιστροφή στο (β)λόγιο μετά από έναν μήνα. Καλώς σας ξαναβρήκαμε!

Καφές, εξυπηρέτηση και κουβέρτα στο Μόναχο

tambosi1

Το καφέ Ταμπόζι (Tambosi, φωτό επάνω), στο Μόναχο, ήταν μια πραγματική όαση εξυπηρέτησης και ποιόητας και μάλιστα σε εξαιρετικές τιμές. Σα να λέμε το ακριβώς αντίθετο από τη σαχλαμάρα στη Βιέννη που περιγράφεται στην προηγούμενη καταχώρηση. Βρεθήκαμε στο Ταμπόζι δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ίσα ίσα για έναν καφέ. Κάτσαμε τελικά μία ώρα. Το μαγαζί είχε τα πάντα. Πολύ φιλικό και εξυπηρετικό προσωπικό, εξαιρετικό και φτηνό εσπρέσο, ευρωπαϊκές εφημερίδες, και ασύρματο ίντερνετ. Το τελευταίο μάλιστα ήταν δωρεάν σε αντίθεση με το παράρτημα της αμερικάνικης αλυσίδας ακριβώς δίπλα όπου πλήρωνες για να συνδεθείς.

tambosi2

Λίγοι πελάτες απολάμβαναν τη μεσημεριανή ηρεμία και την εφημερίδα τους μέσα (φωτό επάνω) στο χριστουγεννιάτικα διακοσμημένο καφέ, ενώ αρκετοί κάθονταν στα τραπεζάκια έξω όπου είχε μεν ήλιο αλλά με κάτι δοντάρες από εδώ μέχρι το Μόναχο – η θερμοκρασία ήταν γύρω στους 3 βαθμούς. Το φοβερό ήταν πως επάνω σε κάθε καρεκλάκι έξω, το κατάστημα είχε βάλει μια κουβέρτα για να ζεσταίνουν τα ποδαράκια τους οι θαμώνες. Κουβέρτα αντί για θερμάστρα υγραερίου καθώς οι καλοί Γερμανοί δε ήθελαν να επιβαρύνουν το περιβάλλον καταναλώνοντας άσκοπα ενέργεια.

Αυτό με τις κουβέρτες πρέπει να είναι αρκετά διαδεδομένο κόλπο στη Γερμανία. Το είδαμε και τον περασμένο Μάιο στο Βερολίνο, στα δύο «ρώσικα» και πολύ δημοφιλή μπαρ στο Πρεντσλάουερ Μπεργκ όπου, το Σαββατόβραδο, κόσμος πολύς απολάμβανε τη μπύρα του έξω αντιμετωπίζοντας την παγωνιά με κουβέρτες. Με κάτι τέτοια οι Γερμανοί ήταν έτοιμοι για την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς δημόσιους χώρους που ισχύει πλέον στη Γερμανία από την πρωτοχρονιά. Πρακτικοί άνθρωποι. Υπάρχει περίπτωση να δούμε και στα ελληνικά μαγαζιά τη μόδα της κουβέρτας; Μάλλον απίθανο. Οι θερμάστρες έχουν ήδη επικρατήσει πλήρως. Η φτηνή, πρακτική και κάπως πιο οικολογκή κουβέρτα δεν είναι αρκετά … «σικ».

Ντοκουμέντα ΧΙΙ: Τέχνη και πολιτική και ο,τιδήποτε

Docu2

Δεν υπάρχει πιο κεντρικό μέρος στη Γερμανία από το Κάσελ. Κεντρικό και μαζί απόμακρο. Αλλά και βολική στάση στο δρόμο για Βερολίνο ή για Αμβούργο. Πνιγμένη στο πράσινο και στην πλήξη, αυτή η σχεδόν αδιάφορη πόλη των 200.000 κατοίκων αλλάζει όψη κάθε πέντε χρόνια και μεταμορφώνεται σε κέντρο της σύγχρονης τέχνης. Ο λόγος της μεταμόρφωσης είναι η έκθεση Ντοκουμέντα, που φιλοξενείται σε έξι χώρους της πόλης (ένας από αυτούς, η Ορανζερί στη φωτό, επάνω) και φέτος συμπλήρωσε τις 12 διοργανώσεις.

Docu1

Η Ντοκουμέντα (άλλη καταχώρηση από τον Γ.Κ. εδώ) θέλει να είναι κάθε πέντε χρόνια ο καθρέφτης της σύγχρονης τέχνης. Δεν ξέρω αν το πετυχαίνει. Κυρίως επειδή δεν ξέρω και πολλά από σύγχρονη τέχνη. Ξέρω όμως ότι μερικά πράγματα στη φετινή ντοκουμέντα με εντυπωσίασαν. Όπως το δωμάτιο το λουσμένο στο πορτοκαλί φως με το ραδιόφωνο στη μέση, οι τεράστιοι πίνακες με σχηματικές αναπαραστάσεις της αποικιοκρατίας στο Κογκό, το πολυθέαμα με δήθεν βίντεο εποχής, παλιωμένες σέπια φωτογραφίες και αναπαραστάσεις όπου η καλλιτέχνης βάζει τον εαυτό της να πρωταγωνιστεί ως νοσοκόμα στην εκστρατεία της Κριμαίας και τα πολλά πολιτικά θέματα,από τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστινίων μέχρι την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Εντυπωσιακός και ο τοίχος από χαρτί με τις φυτεμένες τηλεοράσεις και τα εκθέματα που έμοιαζαν με παραδοσιακές αφρικανικές μάσκες για να αποδειχτεί τελικά ότι ήταν μπιτόνια βενζίνης, ποτιστήρια και άλλα πλαστικά δοχεία κατάλληλα βαμμένα και διακοσμημένα (φωτό επάνω). Από την άλλη πλευρά οι χρονολογίες δημιουργίας αρκετών εκθεμάτων δεν περιορίζονταν στον 21ο αιώνα αλλά έφταναν μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Δημιουργώντας αρκετά ερωτηματικά ως προς το «σύγχρονο» του πράγματος.

Docu3

Η μιάμιση μέρα παραμονής στο Κάσελ, στο τελευταίο Σαββατοκύριακο της Ντοκουμέντα (22και 23 Σεπτέμβρη), έφτασε για τους πέντε από τους έξι χώρους της έκθεσης. Μεταξύ αυτών ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός που έχει μεταμορφωθεί σε Σταθμό Τέχνης (Kulturbahn) και που το βράδυ του Σαββάτου φιλοξένησε επίδειξη μόδας από τη Σενεγάλη. Η Ντοκουμέντα άφησε μάλλον ανάμικτα αισθήματα. Η παράθεση εκθεμάτων δημιουργούσε κάποιες φορές την έκπληξη ίσως και την απορία και την αμηχανία και αυτό είναι γενικά καλό πράγμα. Η άλλη ματιά, αυτή που σε βγάζει από τα νερά σου και σου δίνει μια εντελώς διαφορετική προοπτική είναι ωραία ιστορία στην τέχνη. Άλλοτε πάλι η έκθεση έμοιαζε με μια απλή προσπάθεια του δημιουργού ή του επιμελητή να εντυπωσιάσει με κλισέ και βαρύγδουπες δήθεν ψαγμένες εκφράσεις όπως αυτή η καραμπινάτη σαχλαμάρα παρακάτω.

σαχλαμάρα

Δεν είναι καθόλου σίγουρο αν οι απλές γραμμές και τελείες επάνω σε άδειες επιφάνειες ήταν κριτική στην προσποίηση και την υπεροψία ή η ίδια η προσποίηση και η υπεροψία. Το πάρτυ όμως ήταν ωραίο. Γιατί, με τόσο κόσμο να απολαμβάνει τη βόλτα του στο ηλιόλουστο Κάσελ, στους πεζόδρομους που ένωναν τα μουσεία και τις αίθουσες, με τόσους μικροπωλητές, πλανόδιους μουσικούς, πάγκους με μπύρες και λουκάνικα, υπήρχε έντονη η αίσθηση μιας μεγάλης λαϊκής γιορτής ανοιχτή στον κόσμο και τη συμμετοχή. Και τελικά αυτή είναι η εντύπωση που μένει.

Στα θετικά της ιστορίας και το δωμάτιο που βρέθηκε την τελευταία στιγμή σε κεντρικό ξενοδοχείο, λόγω ακύρωσης (στα 120 ευρώ το δίκλινο με πρωινό). Αλλά πάνω από όλα η βραδυά στο Burgerstolz und Stadtfrieden τον εναλλακτικό, αυτόνομο και σούπερ κινηματικό πολυχώρο έκφρασης κοντά στον Kulturbahn. Εκεί όπου οι νέοι του Κάσελ, εκθέτουν, αμφισβητούν, σαρκάζουν, ανταλλάσσουν εμπειρίες και ιστορίες αλλά και πίνουν, χορεύουν και περνούν καλά, κάθε χρόνο, όλο το χρόνο.