«Ο ένοχος»: Ο δρόμος προς την κόλαση και οι καλές προθέσεις

Ένας ηθοποιός σε ένα δωμάτιο είναι όλη η ταινία αλλά μοιάζει σα να βλέπεις πλούσια ταινία δράσης

Δανέζικη, στεγνή, αγέλαστη, χωρίς κίνηση, χωρίς εξωτερικά πλάνα, με ελάχιστες εντάσεις -άντε να σπάσει κανένα πληκτρολόγιο- είναι ο «Ένοχος» του Γκούσταβ Μέλερ. Ένας ηθοποιός όλος κι όλος (φτάνει και περισσεύει η ερμηνεία του Γιάκομπ Σέντεργκρεν) μέσα σ’ ένα δωμάτιο, μιλάει στο τηλέφωνο για μία ώρα και ένα τέταρτο. Και είναι ταινία αγωνίας και δράσης. Και μάλιστα πολύ καλή.

Ο πρωταγωνιστής είναι αστυνομικός (Άσγκερ στο μικρό), το δωμάτιο είναι το τηλεφωνικό κέντρο της άμεσης δράσης στην Κοπεγχάγη και στο τηλέφωνο (112) καλούν πολίτες που χρειάζονται ή νομίζουν ότι χρειάζονται τη βοήθεια της αστυνομίας. Κάπου μία ώρα πριν τα μεσάνυχτα που θα τελειώσει η βάρδιά του, ο Άσγκερ (που μαθαίνουμε ότι την επόμενη μέρα έχει να καταθέσει για μια υπόθεση που τον βαραίνει) απαντά στην κλήση μιας γυναίκας που φαίνεται να έχει πέσει θύμα απαγωγής. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει ο Άσγκερ μοιάζει στην αρχή μια καλή και βαρετή διαφήμιση της δανέζικης αστυνομίας και των διαδικασιών της. Όσο περνάει η ώρα παίρνει πρωτοβουλίες, μπλέκεται όλο και περισσότερο στην ιστορία και βγάζει συμπεράσματα, όχι πάντα το ίδιο πετυχημένα.

Όλη η ιστορία κυλάει μέσα από διαλόγους, όπου εμείς βλέπουμε μόνο τον Άσγκερ και ακούμε τη φωνή τη δική του και των συνομιλητών του. Τα υπόλοιπα τα φανταζόμαστε, ο καθένας προσπαθώντας να αποφύγει τις πιο δυσάρεστες από τις εικόνες που του θέλει να του βάλει στο μυαλό ο Γκούσταβ Μέλερ. Η πολύ καλή ταινία είναι έγχρωμη προς το πιο σκούρο της παλέτας και θα μπορούσε εύκολα να ήταν ασπρόμαυρη – με το μαύρο να κυριαρχεί , από κάθε άποψη.

Την είδαμε στην αξιοπρεπέστατη, μικρή αλλά με μεγάλη οθόνη αίθουσα 6 του σινεμά Νανά. Η αίθουσα γεμάτη παρά το ότι ο αιθουσάρχης είχε ακυρώσει για τη συγκεκριμένη μέρα την πολιτική του δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός (7,5 ευρώ). Το δωρεάν πάρκινγκ που διαφήμιζε ότι παρείχε ήταν κι αυτό γεμάτο.

«Ρόμα»: Μεγαλώνοντας στη δεκαετία του ’70

Μια περίεργα όμορφη ταινία, με πρωταγωνιστή την ασπρόμαυρη εικόνα, πολλές σιωπές, χωρίς φανταχτερές ερμηνείες ή εντυπωσιακή δράση

Η πρώτη ταινία της χρονιάς μάς ήρθε φέτος μέσα απ’ το Netflix αντί για τη μεγάλη οθόνη. Το «Ρόμα» του Κουαρόν είναι παραγωγή της ψηφιακής πλατφόρμας, που έχει πάρει, παράλληλα, διανομή και σε αίθουσες. Καθώς η μεγάλη δύναμη της ταινίας είναι η εικόνα, ίσως η αίθουσα να ήταν τελικά καλύτερη επιλογή.

Η υπόθεση κινείται γύρω από την καθημερινή ζωή μιας μεσοαστικής οικογένειας, στη γειτονιά Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ξεκινάει με ένα αργόσυρτο πλάνο, όπου η υπηρέτρια καθαρίζει την αυλή του σπιτιού από τα περιττώματα του σκύλου (θα επαναληφθεί αρκετές φορές στην ταινία, χωρίς προφανή λόγο). Περνάει γρήγορα στις προσπάθειες της μητέρας και της γιαγιάς να διατηρήσουν μια επιφανειακή ομαλότητα για χάρη των παιδιών, μετά την απόφαση του πατέρα να τους εγκαταλείψει, και τελειώνει λίγο μετά τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι, τον Ιούνιο του 1971, όπου αστυνομία και παραστρατιωτικές ομάδες δολοφόνησαν δεκάδες διαδηλωτές. Ενδιάμεσα, το ραδιόφωνο παίζει μουσική της εποχής, μεξικανική και βορειοαμερικάνικη, η κάμερα κάνει βόλτα σε πλάνα από κινηματογραφικά έργα της χρονιάς, σταματάει σε πόστερ από τους Ολυμπιακούς του 1970, και διαφημιστικές πινακίδες της εποχής.

Όλα αυτά όμως αχνοακούγονται και αχνοβλέπονται σε δεύτερο ή και τρίτο πλάνο, εκεί κάπου στο βάθος. Στο πρώτο πλάνο παραμένει η οικογένεια, με τα μικροπροβλήματά της και, κυρίως, η υπηρέτρια (πολύ καλή η νεομφανιζόμενη Γιαλίτσα Απαρίθιο) που έχει άπειρη καλοσύνη και κατανόηση αλλά και ένα μεγάλο προσωπικό πρόβλημα. Ο σκηνοθέτης μοιάζει σα να θέλει να δημιουργήσει ξανά την εποχή που μεγάλωσε, όπως τη θυμάται ο ίδιος, με τον μικρόκοσμο του σπιτιού του να τον προστατεύει από όσα γίνονταν έξω από το παράθυρό του. Αυτό το τελευταίο ίσως είναι και ο λόγος που η ταινία μπορεί να αρέσει πολύ σε όσους θυμούνται νοσταλγικά, ασπρόμαυρα επεισόδια της παιδικής τους ηλικίας, συγκεχυμένες εικόνες που μπλέκονται στη μνήμη με τα «επίκαιρα» της εποχής, εκεί γύρω στο 1970. Αυτό και οι πανέμορφες εικόνες του Κουαρόν που αποζημιώνουν για την έλλειψη κανονικής υπόθεσης και ζωντανών χαρακτήρων.

Our heroes – Νίκος Παναγιωτόπουλος (1941-2016)

Τα πρώτα 10 λεπτά μου κόλλησαν στο μυαλό και δε λένε να ξεκολλήσουν. Μαζί και η μουσικάρα του Σπανουδάκη με την οποία ξεκινούσε η πρώτη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Κι ας έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τότε που είδα «Τα Χρώματα της Ίριδας». «Η φιλοδοξία μου είναι να κάνω ταινίες με το τίποτα, για το τίποτα», είχε πει πριν από δύο χρόνια σε συνέντευξή του στην Καθημερινή. Έκανε πολύ περισσότερα από αυτό. Και μαζί με τον άλλο ήρωά μας, τον Νίκο Νικολαΐδη, σημάδεψε μια γενιά πιτσιρικάδων που εκεί κάπου στα μακρινά 70s και 80s κοιμόντουσαν παιδιά και ξυπνούσαν έφηβοι. Θυμόμαστε τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.