Our heroes – Νίκος Παναγιωτόπουλος (1941-2016)

Τα πρώτα 10 λεπτά μου κόλλησαν στο μυαλό και δε λένε να ξεκολλήσουν. Μαζί και η μουσικάρα του Σπανουδάκη με την οποία ξεκινούσε η πρώτη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Κι ας έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τότε που είδα «Τα Χρώματα της Ίριδας». «Η φιλοδοξία μου είναι να κάνω ταινίες με το τίποτα, για το τίποτα», είχε πει πριν από δύο χρόνια σε συνέντευξή του στην Καθημερινή. Έκανε πολύ περισσότερα από αυτό. Και μαζί με τον άλλο ήρωά μας, τον Νίκο Νικολαΐδη, σημάδεψε μια γενιά πιτσιρικάδων που εκεί κάπου στα μακρινά 70s και 80s κοιμόντουσαν παιδιά και ξυπνούσαν έφηβοι. Θυμόμαστε τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.

«Laura»: κλασικό νουάρ στα θερινά σινεμά

Η αφίσα της ταινίας
Η αφίσα της ταινίας

Σαββατοκύριακο, αρχές της δεκαετίας του ’40 στη Νέα Υόρκη. Μια νεαρή γυναίκα δολοφονείται με καραμπίνα στην είσοδο του διαμερίσματός της. Οι υποψίες πέφτουν στη θεία της που τη ζήλευε και στους δύο άντρες που την αγαπούσαν, τον νεαρό ξεπεσμένο πλούσιο και τυχοδιώκτη φίλο της, και τον υπερπροστατευτικό μεσήλικα διάσημο αρθρογράφο και παραγωγό ραδιοφώνου. Ο σκληρός ντετέκτιβ της αστυνομίας θα δει πολύ γρήγορα ότι όσο ψάχνει τόσο περισσότερο μπερδεύεται η ιστορία. Ώσπου δεν μπορεί πια να είναι σίγουρος για τίποτα – ούτε για τα ίδια τα αισθήματά του.

Εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, η «Λώρα» του Ότο Πρέμινγκερ, παραμένει μια απολαυστική ταινία. Ένα κλασικό ασπρόμαυρο νουάρ με στακάτους διαλόγους και υποδειγματικά πλάνα (Όσκαρ φωτογραφίας) που μαγνητίζει τον θεατή χωρίς να λέει καμμία ιδιαίτερα πρωτότυπη ιστορία. Η γοητευτική Λώρα που σημαδεύει με τη μορφή της σχεδόν κάθε σκηνή, ο σαρκαστικός αλλά και κτητικός Ουόλντο που κινεί την ιστορία με το φαρμακερό χιούμορ του, ο ανέμελος Σέλμπυ που μπερδεύει την πλοκή κάθε φορά που νομίζεις ότι το μυστήριο λύνεται, η ιδιοτελής Αν που φαίνεται συνεχώς κάτι να κρύβει και ο σκληρός Μαρκ που προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος, κινούνται για 88 λεπτά σε βαρυφορτωμένα σαλόνια μεγαλοαστικών διαμερισμάτων και αίθουσες ακριβών εστιατορίων, πέφτουν σε λάθη και αντιφάσεις, και ψαχουλεύουν παράξενα αντικείμενα μέχρι το τελευταίο «Goodbye my love» πριν πέσουν οι τίτλοι.

Όπως γράφει πολύ εύστοχα στην εξαιρετική κριτική παρουσίασή του (προσοχή να διαβαστεί μόνο μετά την ταινία) ο Νόρμαν Χόλαντ, «Watch for people manipulating people. Watch for works of art and acts of creation. Watch for things in the fussy, over-decorated rooms. And watch for people treated as things».

Το διαφημιστικό τρέιλερ της ταινίας δίνει μια μικρή γεύση. Η πραγματική απόλαυση όμως είναι στη μεγάλη οθόνη του (ευτυχώς) θερινού σινεμά. Με τους πρωταγωνιστές να ανάβουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ο καπνιστής σινεφίλ θα βασανιζόταν στην κλειστή αίθουσα.

Το μουσικό θέμα της ταινίας, από τον Ντέιβιντ Ράξιν, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Σύμφωνα με τη wikipedia, από το 1945 μέχρι σήμερα έκανε περισσότερες από 400 ηχογραφήσεις. Μια από αυτές είναι η παρακάτω από την Έλλα Φιτζέραλντ.

«Nebraska»: η γλυκιά μελαγχολία της ανθρωπιάς

"Have a beer with your old man"
«Have a beer with your old man»

Ασπρόμαυρη, μελαγχολική, συχνά αστεία και απ την αρχή ως το τέλος βαθιά ανθρώπινη, η «Nebraska» του Alexander Payne είναι ένα χαμηλών τόνων road movie που με εξαιρετικά απλό και ευθύ τρόπο μιλά για τα δύσκολα θέματα: τη μοναξιά, τα γηρατειά, την οικογένεια, το ανεκπλήρωτο.

Ο ηλικιωμένος Γούντι (καταπληκτική ερμηνεία του Bruce Dern) ζει σε μια κωμόπολη μέσα στη σιωπή, την αδράνεια, τις σκέψεις του και «συντροφιά» με την πιο σκληρή και αποφασιστική γυναίκα του (επίσης εξαιρετική η June Squibb) που συνεχώς γκρινιάζει στους δυο γιους της για την κατάσταση του πατέρα τους. Ο Γούντι κολλάει ξαφνικά μ ένα φτηνό διαφημιστικό κόλπο που υπόσχεται ένα εκατομμύριο δολάρια σε όποιον πάει να το ζητήσει από την έδρα μιας άγνωστης εταιρίας, στη Νεμπράσκα, δυο-τρεις πολιτείες μακριά. Και αποφασίζει να πάει – με κάθε τρόπο.

Το ταξίδι του Γούντι, τελικά με αυτοκίνητο και οδηγό τον Ντέιβιντ (Will Forte, ακόμα μια πολύ καλή ερμηνεία), έναν από τους δυο γιους του, θα τον φέρει στην κωμόπολη που μεγάλωσε. Εκεί θα βρεθεί αντιμέτωπος με όλη τη σκληρότητα της επαρχιακής κλειστής κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων των αδερφών του και των οικογενειών τους) που χαίρεται να σε πληγώνει και να σου θυμίζει όλα όσα η ίδια θεωρεί ότι έκανες λάθος. Ο Γούντι φαίνεται να αδιαφορεί, παραμένει λιγομίλητος και κλεισμένος στις μοναχικές σκέψεις του, το τέλος όμως είναι κάπως διαφορετικό. Όχι πολύ. Όσο χρειάζεται για να τονίσει αυτό το γλυκόπικρο, μελαγχολικό και πολλές φορές χωρίς νόημα ταξίδι της ζωής.