Απ την ανεξιθρησκεία στο μεσαίωνα, μια «συναντίληψη» δρόμος

Η κυβέρνηση σήμερα παραδέχτηκε ότι δεν θέλει να ρυθμίσει με τρόπο νόμιμο και σύμφωνο με τα ανθρώπινα δικαιώματα το θέμα της απαλλαγής μαθητών απ το μάθημα των θρησκευτικών. Είναι σαφές ότι αυτοί που εκλέχτηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου για να κυβερνήσουν δεν μπορούν να χαράξουν και να ασκήσουν πολιτική όχι μόνο στην οικονομία αλλά πλέον ούτε και στους τομείς που δεν ρυθμίζονται από μνημόνια και δανειακές συμβάσεις. Το ότι η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχτεί απλώς να διαχειρίζεται όσα βρήκε αποτελεί ασφαλώς ήττα για όσους έχουν απομείνει σε αυτή τη χώρα να ονειρεύονται τον διαχωρισμό εκκλησίας κράτους. Πολύ περισσότερο, όμως, αποτελεί ήττα για την ίδια τη δημοκρατία, ακόμα και γι αυτή την κολοβή αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία της περιορισμένης κυριαρχίας. Αυτό δεν αφορά τόσο τα πρόσωπα που διαχειρίζονται το ζήτημα. Στις κυβερνήσεις διαχειριστών τα πρόσωπα έχουν μικρή σημασία. Η σημερινή ήττα έχει να κάνει με την πολιτική την ίδια. Και γι αυτό έχει βαρύτερες και ευρύτερες συνέπειες.

Ποιο όμως είναι ακριβώς το αντικείμενο της διαφωνίας και πού κατέληξε αυτή η πρώτη απόπειρα της κυβέρνησης να κάνει αυτό για το οποίο εκλέχτηκε, δηλαδή να εφαρμόσει το πρόγραμμά της; Η ιστορία ξεκινά στις 23 Ιανουαρίου 2015 όταν ο υπουργός Παιδείας, Ανδρέας Λοβέρδος, υπέγραψε και εξέδωσε ως εξαιρετικά επείγουσα την εγκύκλιο 12773/Δ2. Η εγκύκλιος προβλέπει ότι αν ένας μαθητής θέλει να απαλλαγεί από το μάθημα των θρησευτικών, πρέπει ο ίδιος (αν έχει ενηλικιωθεί) ή οι γονείς του να υπογράψουν μια υπεύθυνη δήλωση όπου θα αναφέρεται πως δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος. Αυτό μπορεί να γίνει απ την 1η ως την 20η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, προσθέτει η εγκύκλιος.

Γιατί βιάστηκε ο υπουργός να εισάγει μια υποχρέωση 8-9 μήνες πριν αυτή μπορέσει να εφαρμοστεί; Ποιος ο λόγος να υπογράψει «εξαιρετικά επείγον» έγγραφο; Πολύ απλά, επειδή μόλις δυο μέρες μετά την έκδοση της εγκυκλίου είχαμε εκλογές και ο Λοβέρδος έπρεπε να μαζέψει όσους περισσότερους σταυρούς μπορούσε, στην αχανή Β’ Αθηνών. Η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κατέρρεε, ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαρε τη στολή του «πρώτη φορά αριστερά» και ο έμπειρος στην ψηφοθηρία σοσιαλιστής πολιτικός έψαχνε τρόπο να ξαναεκλεγεί στη Βουλή. Εδώ για να εκλεγεί τον Μάιο του 2012 δε δίστασε να διαπομπεύσει οροθετικές γυναίκες δίνοντας στη δημοσιότητα το ιατρικό ιστορικό τους, την ταυτότητά τους και τις φωτογραφίες τους, θα κολλούσε τώρα ο (και συνταγματολόγος) Λοβέρδος  στη συνταγματικά κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία και στα ανθρώπινα δικαιώματα;

Στις 25 Ιανουαρίου, δυο μέρες μετά την έκδοση της εγκυκλίου, ο Λοβέρδος επέστρεφε στη Βουλή, η χώρα αποκτούσε κυβέρνηση «πρώτη φορά αριστερά» ΣΥΡΙΖΑ-ΑνΕλ, και το θέμα περνούσε στην αρμοδιότητα του νέου υπουργού, Αριστείδη Μπαλτά. Ο οποίος δεν έκανε τίποτα. Η εγκύκλιος έμεινε σε ισχύ περιμένοντας την 1η Σεπτέμβρη να έρθουν οι γονείς να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση για το τι πιστεύει και τι δεν πιστεύει το παιδί τους. Ακόμα και στα τέλη Αυγούστου, όταν το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ, ετοιμαζόταν να παραδώσει τα υπουργεία σε υπηρεσιακή κυβέρνηση εν όψει των πρόωρων εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου, ο αριστερός (και πρόεδρος του ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς) Μπαλτάς δεν έκανε τίποτα. Οι εκλογές ήταν κρίσιμες, κάθε ψήφος ήταν πολύτιμη και δεν ήταν ώρα να πειράζει κανείς «ευαίσθητες» εγκυκλίους. Κι αν αυτό δεν ήταν ούτε πολύ αριστερό ούτε σύμφωνο με το πρόγραμά του, είχε καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ να το διορθώσει μετά.

Στη Βουλή επέστρεψαν και ο Λοβέρδος και ο Μπαλτάς και στην κυβέρνηση επέστρεψαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑνΕλ. Στο υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (προσοχή στον πληθυντικό), όμως, είχαμε πάλι νέα πρόσωπα. Υπουργός, στις 23 Σεπτεμβρίου, ανέλαβε ο Νίκος Φίλης και αναπληρώτρια η Σία Αναγνωστοπούλου. Δύο μέρες αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου, η Αναγνωστοπούλου μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΣΥΡΙΖΑ («Στο Κόκκινο»), ερωτήθηκε από ακροατή για το θέμα της δήλωσης θρησκεύματος ως προϋπόθεση για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών και είπε επί λέξη τα εξής: «Δεν μπορεί να δηλώνει κανείς, να πρέπει να υπογράφει κάτι σε δημόσιο έγγραφο, τι είναι ή τι δεν είναι. Κακώς δεν το καταργήσαμε και πρέπει να την καταργήσουμε άμεσα».

Αυτό που είπε η Αναγνωστοπούλου δεν ήταν μόνο συνεπές με την προγραμματική ρητορική της παράταξής της αλλά και την προσωπική της ιστορία, δεν ήταν μόνο πολιτικά δυνατό (από μια κυνέρνηση με φρέσκια λαϊκή εντολή), ήταν και νομικά σωστό. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 4/2015 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεν υποχρεούται να δηλώνει κανείς ότι δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος. Αρκεί μόνο η επίκληση λόγων συνείδησης. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε (εξετάζοντας την εφαρμογή προηγούμενης εγκυκλίου από διευθυντές σχολείων) και ο Συνήγορος του Πολίτη όπως προκύπτει από έγγραφό του, του Δεκεμβρίου του 2014, προς το υπουργείο Παιδείας. Οι δύο ανεξάρτητες αρχές ακολούθησαν το σκεπτικό της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση 2283/2001 όπου το δικαστήριο έκλεισε μια και καλή το θέμα αποφασίζοντας ότι είναι παράνομο και αντισυνταγματικό να υποχρεώνεται κάποιος να δηλώνει το θρήσκευμά του είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Ακολούθησε η γνωστή υστερία που παρατηρείται σε μεγάλη μερίδα του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, όταν θεωρούν ότι κάποιος τόλμησε να προσβάλει αυτόν τον παραλογισμό δεκαετιών συντηρητισμού και μικρόνοιας που είναι γνωστός ως «ελληνορθόδοξη ταυτότητα». Λίγο ως πολύ, θεωρήθηκε απόπειρα κατάργησης των θρησκευτικών, της θρησκείας της ίδιας με τους παπάδες και τις εκκλησιές της μαζί, η πρόθεση της πολιτικά αρμόδιας υπουργού να αποκατασταθεί η συνταγματική νομιμότητα και οι να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα όσων δεν επιθυμούν να υφίστανται την κατήχηση ενός δόγματος στο οποίο δεν πιστεύουν.

Στις 27 Σεπτεμβρίου οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με τον δήθεν «χαμηλών τόνων και ήπιο» αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ο οποίος αναφέρθηκε με ιδιαίτερα απαξιωτικό τρόπο στην αρμόδια αναπληρώτρια υπουργό: «Δεν είναι του υπουργείου αλλά κάποιας κυρίας που έχει ορισμένες ιδέες στο μυαλό της. Αρμόδιο είναι το Σύνταγμα. Πρέπει οι Έλληνες επιτέλους να σοβαρευτούμε και να μην ακούμε τις ανοησίες του ενός και τους άλλου». Ας δεχτούμε ότι ο Ιερώνυμος θέλησε να δοκιμάσει τις αντοχές της νέα κυβέρνησης. Αυτό είναι ας πούμε δικαίωμά του. Τι οφείλει να κάνει όμως μια κυβέρνηση όταν δέχεται πιέσεις από μια μερίδα συμφερόντων (θεολόγοι που φοβούνται ότι θα μειωθούν οι θέσεις εργασίας, παπάδες που ίσως χάσουν μερίδιο εξουσίας) που της ζητούσε να συνεχίσει να παρανομεί και να παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα; Οφείλει να αγνοήσει τα συμφέροντα, να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες και να εφαρμόσει την πολιτική για την οποία εκλέχθηκε.

Στις 28 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση της «δεύτερης ευκαιρίας» έδειξε ότι δεν μπορεί ίσως και ότι τελικά δεν θέλει. Η Αναγνωστοπούλου το προανήγγειλε αυτό δηλώνοντας σε εκπομπή του Μέγκα: «Ό,τι και να πει κανείς σε αυτή τη χώρα, να πει μια κουβέντα, παραποιείται εντελώς. Ό,τι έχω δηλώσει, ήταν απάντηση σ’ έναν ακροατή του ραδιοφώνου “Στο Κόκκινο”, όπου συζητούσαμε για άλλο θέμα, για την παιδεία αλλά για άλλο θέμα, και απάντησα σε αυτό. Δεν θέλω να κάνω κανένα σχόλιο. Αυτή τη στιγμή το υπουργείο έχει προβλήματα, για τα οποία ο υπουργός τρέχει και δεν φτάνει: τα κενά – και αυτό ήταν όλη μας η προσπάθεια και η αγωνία».

Ο αυτοεξευτελισμός της αρμόδιας αναπληρώτριας υπουργού δεν ήταν αρκετός. Η θεαματική κωλοτούμπα της κυβέρνησης (αυτή τη φορά χωρίς τον μπαμπούλα των δανειστών) ολοκληρώθηκε με τον έμπιστο άνθρωπο του πρωθυπουργού και πολιτικό προϊστάμενο της Αναγνωστοπούλου. Ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Νίκος Φίλης, επισκέφτηκε τον Ιερώνυμο σήμερα το πρωί στην Αρχιεπισκοπή, έτσι για να φανεί ποιος κάνει κουμάντο. Βγαίνοντας απ τη συνάντηση και αφού έδωσε τις δέουσες εξηγήσεις, ο «αριστερός» υπουργός της νεοεκλεγμένης «αριστερής» κυβέρνησης αναφέρθηκε στους διακριτούς ρόλους εκκλησίας – πολιτείας. Και διευκρίνισε πώς ακριβώς εννοεί (ο ίδιος; η κυβέρνησή του;) αυτούς τους διακριτούς ρόλους. Υπάρχει είπε «συναντίληψη» στο θέμα των θρησκευτικών και διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση «δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες».

Απ’ ό,τι φαίνεται η «συναντίληψη» του Φίλη βάζει ταφόπλακα σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης με βάση την ανεξιθρησκεία στην παιδεία.  Μένει να δούμε αν αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης «λέω, ξελέω, υπακούω» που είδαμε στην οικονομία και σήμερα στην παιδεία θα επεκταθεί και σε άλλους τομείς, σε άλλα υπουργεία. Γιατί δηλαδή, οι εργολάβοι, οι φαρμακοβιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι ξενοδόχοι, οι πολυεθνικές δεν δικαιούνται μια «συναντίληψη» κι αυτοί;

Εκλογή προέδρου: ο ήσυχος δεξιούλης και το βαθύ Κολωνάκι

Οι ψηφοφορίες για την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας έχουν τρία σταθερά χαρακτηριστικά: όταν εκλέγεται κάποιος, τότε αυτός ο κάποιος είναι οπωσδήποτε ο υποψήφιος του κυβερνώντος κόμματος, ο νικητής είναι συνήθως ένας ψιλοαδιάφορος τύπος που κατάφερε γενικά να μην έχει πολλές αντιπάθειες και, τέλος, μετά από λίγο καιρό κανείς δεν θυμάται ποιος ήρθε δεύτερος.

Ο καθηγητής πανεπιστημίου Προκόπης Παυλόπουλος είναι γνωστός απ τη θητεία του στα βουλευτικά και τα υπουργικά έδρανα της ΝΔ. Έχοντας καλλιεργήσει το προφίλ ενός συντηρητικού μεν αλλά μετριοπαθούς έως φιλελεύθερου πολιτικού κι έχοντας γίνει γνωστός ως υπουργός Εσωτερικών κυρίως για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημοσίου και τη διαχείριση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, ο ήσυχος δεξιούλης Παυλόπουλος δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να είναι υποψήφιος πρόεδρος προτεινόμενος ας πούμε απ τη ΝΔ, το Ποτάμι, ή το ΠΑΣΟΚ. Για κάποιον άγνωστο λόγο -ίσως μετά από κάποια συμφωνία Τσίπρα-Γιούνκερ- ο Προκόπης Παυλόπουλος θα είναι ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ (και των ΑΝΕΛ και της ΝΔ). Εντάξει δεν είναι ο πρόεδρος που θα περίμεναν οι οπαδοί του «για πρώτη φορά αριστερά» αλλά δε χάθηκε κι ο κόσμος. Τέτοιες τράμπες είναι μέσα στο παιχνίδι, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τον πρόεδρο της δημοκρατίας ο οποίος ασχολείται κυρίως με τις παρελάσεις και τα κάλαντα – και αυτά ως θεατής. Ο Παυλόπουλος λοιπόν ως υποψήφιος (και) του κυβερνώντος κόμματος θα γίνει ο όγδοος πρόεδρος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Και μετά από μια-δυο θητείες θα πάει σπίτι του να γράψει κανένα βιβλίο με αναμνήσεις απ τα απογεύματα που πέρασε ψυχαγωγώντας τρεις γενιές Καραμανλήδων.

Αντίπαλός του στην ψηφοφορία είναι ο επίσης καθηγητής πανεπιστημίου Νίκος Αλιβιζάτος. Τον πρότεινε το Ποτάμι που είναι γνωστό ότι απεχθάνεται τους συστημικούς υποψήφιους και αγαπά τους νέους, άφθαρτους και αυτοδημιούργητους ανθρώπους. Στα λόγια. Ο Αλιβιζάτος μπορεί να είναι λιγότερο γνωστός απ τον Παυλόπουλο στις αχανείς εκτάσεις της επικράτειας, είναι όμως πολύ γνωστή και οικεία φιγούρα στους λίγους τυχερούς που ζουν και συχνάζουν εκεί που πρέπει – στο Κολωνάκι. Γιος πολιτικού και καθηγητή, εγγονός πολιτικού και καθηγητή, καθηγητής και πολιτικός και ο ίδιος, με πολλές και καλές φιλίες στο ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, τους 58, και άλλα γκρουπούσκουλα της εξωκοινοβουλευτικής σικ και φιλελεύθερης κεντροαριστεράς, με περγαμηνές στον προσφιλή στους «εκσυγχρονιστες» χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Αλιβιζάτος επιλέχθηκε απ τον Σημίτη το 2004 ως υπηρεσιακός υπουργός Εσωτερικών, στήριξε το ΠΑΣΟΚ (εκπόνησε μεταξύ άλλων σχέδιο για την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ το οποίο παρέδωσε στον Μόσιαλο), έσπρωξε τον Καμίνη στις δημοτικές εκλογές, προτάθηκε απ τη δικομματική ΠΑΣΟΚ-ΝΔ ν αναλάβει τη ΝΕΡΙΤ (αρνήθηκε), κι έκανε τον πρόεδρο επιτροπής που «κέντησε» μια πρόταση ρύθμισης των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας ώστε αυτές να ενοχλούν όσο γίνεται λιγότερο την κυβέρνηση και τον δήμαρχο.

Ο Αλιβιζάτος μπορεί μεν να είναι ήδη αυτός που θα χάσει απ τον Παυλόπουλο, δεν κατεβαίνει υποψήφιος όμως ούτε για να κάνει τον σάκο του μποξ ούτε απλώς για την τιμή των όπλων. Ο καθηγητής-πολιτικός με τη σημερινή υποψηφιότητά του κάνει ακόμα ένα περασματάκι απ την κεντρική πολιτική σκηνή για να υπενθυμίσει ότι μπορεί να είναι και ο ίδιος πόλος συσπείρωσης της κατακερμαστισμένης, παρηκμασμένης αλλά πάντα διψασμένης για εξουσία κεντροαριστεράς. Αρκεί να βοηθήσουν (και να μην αργήσουν) οι συνθήκες, να τον θυμούνται οι φίλοι του αλλά να τον έχει μάθει και κανένας έξω απ το «βαθύ» αλλά μικρό για τις φιλοδοξίες του καθηγητή Κολωνάκι.

13 Φεβρουαρίου 1921: Οι μαυροκόκκινες σημαίες για τελευταία φορά στους δρόμους της Μόσχας

Αντιγράφω από παλιότερη ανάρτηση στο μπλογκ του Ροΐδη: «Η κηδεία ήταν το πιο εντυπωσιακό θέαμα. Ήταν μια μοναδική επίδειξη που ποτέ δεν είδε κανείς σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μακρές γραμμές μελών των αναρχικών οργανώσεων, εργατικών συνδικάτων, επιστημονικών και λογοτεχνικών ομάδων και φοιτητικών συλλόγων πορεύτηκαν για πάνω από δύο ώρες από το «Ναό των Εργατών» στον τόπο ταφής, επτά βέρστια (σχεδόν πέντε μίλια) απόσταση. Η πομπή είχε επικεφαλής της φοιτητές και παιδιά που μετέφεραν στεφάνια σταλμένα από διάφορες οργανώσεις. Αναρχικές παντιέρες μαύρες και κόκκινες, σοσιαλιστικά εμβλήματα έπλεαν πάνω από το πλήθος. […] Περνώντας το Μουσείο Τολστόι η νεκρική πομπή σταμάτησε, και οι σημαίες χαμήλωσαν τιμώντας άλλο ένα μεγάλο τέκνο της Ρωσίας. Μια ομάδα Τολοστοϊανών στα σκαλιά του Μουσείου έπαιξαν το πένθιμο εμβατήριο του Chopin ως έκφραση της αγάπης και του σεβασμού τους για τον Κροπότκιν.»

Βίντεο απ την κηδεία